Ταυτότητες και Δικαιώματα. Όταν το Κράτος εμφανίζεται να ρυθμίζει ή να απορρυθμίζει

Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι τα «αναπαλλοτρίωτα» θεμελιώδη δικαιώματα που κάθε άτομο δικαιούται από τη στιγμή της γέννησής του, απλώς και μόνο επειδή είναι άνθρωπος. Είναι οικουμενικά και ανεξάρτητα από τις κοινωνίες και τα κράτη, δηλαδή είναι φυσικά και εγγενή στον κάθε άνθρωπο. Τόσο αυτά όσο και τα δικαιώματα αιτήματος ή αξίωσης μπορούν να ενσωματωθούν στη νομοθεσία, δηλαδή στο δίκαιο ενός κράτους, επειδή το κράτος αυτό τα έχει αποδεχτεί νομικά. Παράλληλα, αλλά σε διαφορετικό επίπεδο, συναντάμε τη βασική διαφορά ανάμεσα στα ανθρώπινα δικαιώματα και στα πολιτισμικά δικαιώματα (στηρίζονται σε ηθικούς κώδικες και κανόνες) όπου τα πρώτα, στηρίζονται στο φυσικό δίκαιο ή στον ορθό λόγο, ενώ τα δεύτερα θεσπίζονται από συγκεκριμένες πολιτισμικές κοινότητες. Η πραγματικότητα, δυστυχώς, φανερώνει μια άλλη πρακτική στη διαχείριση των δικαιωμάτων, τόσο από την εξουσία όσο και από άλλες ομάδες που δρουν βάσει «εθιμικού δικαίου». Έτσι, τα αναφαίρετα δικαιώματα δεν είναι και τόσο «αναπαλλοτρίωτα» όταν τα κυρίαρχα κράτη αποφασίζουν οριζόντιο και υποχρεωτικό εμβολιασμό επικαλούμενα επιδημιολογική απειλή. Ή όταν μέσω των εξουσιαστικών ανταγωνισμών παράγονται πόλεμοι και γενοκτονίες με άμεσα θύματα τους ανθρώπους και την καταστρατήγηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους.
Με την επικράτηση του Τράμπ στις εκλογές των ΗΠΑ, για δεύτερη φορά, ξεκίνησε παράλληλα και η συζήτηση για την ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν σε αυτήν την επικράτηση. Είναι τέτοια η ποσότητα των δημοσιευμάτων και αναλύσεων που αναρωτιόμαστε τελικά εάν όλοι αυτοί που σκίζουν τα ιμάτια τους για τη Δημοκρατία, λογίζονται ως δημοκράτες. Διαχωρίζοντας τους εξουσιαστές σε «καλούς» και «κακούς», σε «προοδευτικούς» και «συντηρητικούς», σε «ορθολογικούς» και «λαϊκιστές», σε «λογικούς» και «τρελούς», υψώνουν τείχη και άμεσα ή έμμεσα υποτιμούν τη λεγόμενη δημοκρατική κρίση! Ενώ, συλλήβδην, κατατάσσουν στους λαϊκιστές και ακροδεξιούς όσους ψηφίζουν τους «κακούς». Πρόβλημα των δημοκρατιών και μάλιστα για πολλοστή φορά; Ας πρόσεχαν!
Οι τεχνητοί διαχωρισμοί μεταξύ των κυβερνώντων, ανέκαθεν, «δίνουν και παίρνουν», με την προσπάθεια ανάδειξης και φώτισης της «καλής εξουσίας» που ενίοτε δεν ψηφίζεται, λόγω της πλάνης των ψηφοφόρων, να εντείνεται. Συζητάνε –πολιτικοί επιστήμονες και λοιπό προσωπικό– και αναλύουν επί ώρες ένα ζήτημα κενό περιεχομένου. Και στη Δημοκρατία σύγχρονου τύπου, κοινοβουλευτική-προεδρική, προεδρευομένη ή βασιλευομένη, δεν έχει σημασία, η προσπάθεια και ο στόχος των εξουσιαστών ανεξαρτήτως χρώματος είναι ένας και μοναδικός: η διαιώνιση της ύπαρξής τους. Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος εφαρμογής της δράσης τους. Αλλά για να είναι αποτελεσματικότερη η κυβερνησιμότητά τους πρέπει οι πελάτες-ψηφοφόροι να εντάσσονται –νοητά– σε σχηματισμούς ώστε να αισθάνονται ότι φέρουν διακριτή «ταυτότητα» από τους «άλλους». Δηλαδή να θεωρούν ότι «ξεχωρίζουν», ανεξαρτήτως εάν όλα τα κοπάδια βόσκουν και τρέφονται από το ίδιο λιβάδι της δημοκρατίας. Ο καθηγητής Λουκάς Τσούκαλης σημείωνε πρόσφατα: «Το να τους αποκαλούμε όμως λαϊκιστές ή φασίστες δεν αρκεί ούτε λύνει το πρόβλημα. Πρέπει να καταλάβουμε πρώτα τι πήγε στραβά τα προηγούμενα χρόνια: αυξανόμενες ανισότητες, κατακερματισμένες κοινωνίες, ξύλινος λόγος μιας υποκριτικής πολιτικής ορθότητας. Και πολλά άλλα. Οι λαϊκιστές και οι φασίστες δεν φυτρώνουν από το πουθενά». Ενώ, πρόσφατα, ο Αλ. Αλαβάνος δήλωσε σχετικά: «Η κάθε πολιτική παρουσία έχει τον ρόλο της. Άλλο κόμμα έχει τον ρόλο του αστυνόμου, άλλο του γέρου, άλλο του παππά και θεολόγου, άλλο του επιστήμονα, άλλο του τρελού». Και συμπλήρωσε: «…η Κεντροαριστερά είναι πολιτική δύναμη του συστήματος. Αυτό σημαίνει η λέξη “κέντρο-’’ κατεστημένες πολιτικές επιβεβλημένες από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με ορισμένες δόσεις φεμινισμού και ελευθεριότητας για να δικαιολογεί το ”-αριστερά”».
Επιπλέον, σε δημοσίευμα της «Εφσυν» (30/11/2024), με τίτλο: «Η woke ατζέντα… δεν υπάρχει», ο Άρης Χατζηστεφάνου σημείωνε: «Το πόρισμα ανακοινώθηκε σχεδόν ομόφωνα από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ και τους σχολιαστές σε όλο τον κόσμο: οι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ πλήρωσαν τη woke προεκλογική τους ατζέντα που τους αποξένωσε από τα ευρύτερα λαϊκά και εργατικά στρώματα. Οι ψηφοφόροι, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κουράστηκαν να ακούνε για τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, τον αυτοπροσδιορισμό φύλου, τις εκτρώσεις ή τις προτάσεις για τον τερματισμό της χρηματοδότησης της αστυνομίας (defund the police)… Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη για τη «woke ατζέντα» των Δημοκρατικών, τα συγκεκριμένα θέματα ήταν προτεραιότητα τόσο για τους ψηφοφόρους όσο και για την ηγεσία του κόμματος. Όπως προκύπτει από δημοσκόπηση που παρουσίασε αυτή την εβδομάδα το περιοδικό The Atlantic, οι Ρεπουμπλικανοί πίστευαν ότι οι «ΛΟΑΤΚΙ/διεμφυλικοί» ήταν το δεύτερο σημαντικότερο ζήτημα για τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους. Στην πραγματικότητα ήταν στη 14η θέση των ζητημάτων που επηρέασαν την ψήφο τους. Αντίστοιχα οι Ρεπουμπλικανοί πίστευαν ότι το πρώτο σε σημασία θέμα για τους Δημοκρατικούς ήταν οι εκτρώσεις. Στην πραγματικότητα υπερεκτίμησαν και αυτό το θέμα κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες. Το παράδοξο είναι ότι και οι Δημοκρατικοί είχαν ολοκληρωτικά λάθος αντίληψη για τον εαυτό τους. Κάθε Δημοκρατικός δηλαδή που συμμετείχε στην έρευνα πίστευε ότι οι υπόλοιποι ψηφοφόροι του κόμματος ενδιαφέρονταν για woke ζητήματα, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δήλωνε ότι τα σημαντικότερα θέματα ήταν η οικονομία και το κόστος ζωής. Στην πραγματικότητα οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι θεωρούσαν τον πληθωρισμό ως το σημαντικότερο ζήτημα σε ποσοστό 40% ανεξαρτήτως φύλου, φυλής και τάξης… Όπως εξηγούσε η αρθρογράφος του Guardian, Νεσρίν Μαλίκ, αυτός που αναφερόταν διαρκώς σε θέματα woke δεν ήταν η Χάρις, αλλά ο Τραμπ. Ο νικητής των εκλογών δαπάνησε ένα σημαντικό μέρος του χρόνου και του χρήματος που διέθετε για να επιτίθεται στη «woke ατζέντα» των Δημοκρατικών, η οποία στην πραγματικότητα δεν υπήρχε». Οι δημοσιογράφοι επικαλούνται ότι woke ατζέντα δεν υπήρχε από το δημοκρατικό επιτελείο, αλλά παρ’ όλα αυτά οι ψηφοφόροι τους είχαν την άποψη ότι αυτή ήταν κυρίαρχη ως επιλογή στις προτιμήσεις των ομοϊδεατών τους. Αλλά ποιος έχει δημιουργήσει αυτό το «κατασκεύασμα»; Μήπως η ατζέντα υπήρχε κατά την περίοδο της διακυβέρνησης των δημοκρατικών μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων; Οι «δημοκρατικές» πολιτείες μήπως τρόμαξαν τις «συντηρητικές» πολιτείες με τη λεγόμενη woke πολιτική; Μήπως πολλαπλά «δικαιώματα-αξιώσεις» απέκτησαν απλά έννομο δικαίωμα χωρίς ουσιαστικό κοινωνικό έρεισμα; Εν τέλει, δεν υπάρχει woke ατζέντα επειδή τα επικοινωνιακά επιτελεία των δημοκρατικών ζήτησαν από τη Χάρις να μην μιλήσει για το φύλο της ή την καταγωγή της; Πολύ αργά για δάκρυα…
Η woke ατζέντα υπήρχε, όχι για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των μειονοτήτων αλλά για να προστατέψει τα «δικαιώματα» της οικονομικής ελίτ. Και αυτό είναι αδιαμφησβήτητο. Σε κάθε νόμο και κάθε απόφαση «δικαιωματισμού» που αφορά ταυτοτικές ομάδες, ο βαθύτερος στόχος του Κράτους δεν είναι η παροχή «δικαιώματος» αλλά η συσκότιση, ο αποπροσανατολισμός, η παρουσίαση μιας φιλελεύθερης και προοδευτικής «ψευδούς εικόνας». Ο «δικαιωματισμός» εργαλειοποιείται από το Κράτος για τη δική του ενίσχυση και επουδενί δεν μπορεί να λογιστεί ως την «παροχή ενός δικαιώματος που κατακτήθηκε με αγώνες». Το Κράτος εμφανίζεται ως θεσπιστής δικαιωμάτων και ταυτόχρονα προστάτης των μειονοτήτων. Αλλά εάν αυτό αποτελεί μια έξυπνη τακτική του Κράτους για να εξωραΐζει και να «ξεπλένει» την εικόνα του, τι μπορούμε να πούμε για εκείνες τις «ταυτοτικές» ομάδες που διαπραγματεύονται με την εξουσία; Για μερικά κουπόνια «δικαιώματος» άγνωστης χρονικής διάρκειας και ισχύος; Για όποιο «δικαίωμα» χάρισε θεσμικά η δημοκρατική εξουσία, έρχεται να το πάρει πίσω η ρεπουμπλικανική οσονούπω. Η woke και η αντι-woke ατζέντα απλά αποκρύπτουν αυτό που η εξουσία δεν θέλει να προβάλει. Την ραγδαία αύξηση του πλούτου για την ελίτ με την ταυτόχρονη εξαθλίωση όλο και περισσότερων ανθρώπων. Την εκμετάλλευση, τη βία, την αποξένωση και απομόνωση που βιώνουν οι άνθρωποι στις δυτικές μητροπόλεις. Είναι τα «κακώς κείμενα» που θέλουν να τα κρύβουν «κάτω από το χαλάκι».
Στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία χρόνια είχαμε την «έξοδο των θεωρητικών σχημάτων στη συμβατική πολιτική και επικοινωνιακή σφαίρα». Δηλαδή αυτά που αναπτύσσονταν ως προβληματική και ριζοσπαστική σκέψη μέσα στα πανεπιστήμια και σε κινηματικούς χώρους, από τη δεκαετία του ’70, έγιναν συμβατική πολιτική των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων. Έτσι, για παράδειγμα, οι θεωρίες για το κοινωνικό φύλο (gender), οι αντιαποικιακές σπουδές και τόσα άλλα, πολύ σημαντικά ζητήματα που αναπτύχθηκαν στον ριζοσπαστικό και κριτικό χώρο σκέψης, μεταγράφηκαν στη κεντρική πολιτική σκηνή. Η κριτική στο δυτικό πολιτισμό και στην αποικιοκρατία, σημαντική και απαραίτητη στην ανάλυση της νεωτερικότητας και του μεταμοντέρνου, δεν υποχρεώνει απαραίτητα την απαίτηση για θέσμιση κανόνων και αξιών από το Κράτος. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός αναπτύχθηκε, –με την άνοδο των τεχνών, της επιστήμης και της φιλοσοφίας–, παράλληλα με το δεσποτισμό και την αποικιοκρατία απέναντι σε αδύναμες χώρες, γεγονός που επέφερε οικονομική και πολιτική ισχύ στις μητροπόλεις. Αλλά αυτές οι πρακτικές αφορούν τους εξουσιαστές και όσους αποφασίζουν τις μεταβάσεις από φεουδαρχία σε κοινοβουλευτισμό, από αυτοκρατορία σε έθνος-κράτος κ.ο.κ. και σε καμία περίπτωση τους καταπιεσμένους. Όμως, αυτό που προωθείται, ο πυρήνας σκέψης και δράσης πολλών ομάδων, που διαθέτουν αντιαποικιακή-αντικυρίαρχη άποψη, είναι το ενοχικό. Ενοχή γιατί μπορεί να είμαστε λευκοί, γιατί γεννηθήκαμε στη Δύση… Οι εξουσιαστές παραμένουν αλαζόνες και οι εξουσιαζόμενοι μεταμορφώνονται σε ενοχικούς. Ο αγώνας απέναντι σε κάθε αρχή/πατριαρχία, σε κάθε -ισμό/σεξισμό είναι διαρκής και αδιάλειπτος μέχρι να τερματιστούν οι εξουσιαστικές σχέσεις και συμπεριφορές μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι να καταργήσουμε τους διαχωρισμούς και την εξουσία. Δεν καταργούνται οι διαχωρισμοί με την εξουσία παρούσα.
Το δαιδαλώδες πλέγμα εξουσιαστικών σχέσεων, από την κορυφή της πυραμίδας μέχρι τη βάση της εξασφαλίζει τη διαιώνιση των ανισοτήτων, ακόμη και εάν ο ηγεμόνας νομοθετεί υπέρ των «δικαιωμάτων». Εάν μερικοί τη νομοθέτηση τη θεωρούν επιτυχία, ως μια διείσδυση των αξιών της ισότητας και των δικαιωμάτων, που η εξουσία αποδέχεται τα δίκαια αιτήματα, εμείς έχουμε την ακριβώς αντίθετη άποψη. Η όποια συναλλαγή με την εξουσία, ακόμη και για τα δικαιώματα, μπορεί να φέρει στο προσκήνιο εφήμερες και παροδικές κινηματικές «νίκες» αλλά μακροπρόθεσμα αυτά που θα χαθούν θα είναι πολύ περισσότερα. Το Κράτος έχει τους φορείς, τα ινστιτούτα, τα πανεπιστήμια και τις «δεξαμενές σκέψης» για να λάβει τις γνωμοδοτήσεις περί της απαραίτητης θέσμισης των δικαιωμάτων, δεν χρειάζονται «κινηματικές ομάδες και οργανώσεις» να αναλαμβάνουν και να υποκαθιστούν τέτοια δράση. Αναφερόμαστε, αποκλειστικά, στις λεγόμενες δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες και όχι σε θεοκρατικές ή «ολοκληρωτικές» κρατικές οντότητες, όπου οι οργανώσεις δικαιωμάτων μάχονται για τα δυτικώς «αυτονόητα». Στην περίπτωση των ΗΠΑ, τείνει να είναι κοινή παραδοχή, από τους περισσότερους, ότι από την πλευρά των «δικαιωματιστών» υπήρξαν ακρότητες στον τρόπο που οι δίκαιες αξιώσεις τους έγιναν νόμος του κράτους ή ότι η κάθε «μειονότητα» αναφέρεται σε κάθε δημόσιο έγγραφο. Το γεγονός ότι τα «κοινωνικά φύλα», –διψήφιος ο αριθμός τους–, αναγράφονται σε αιτήσεις δημοσίων εγγράφων δεν σημαίνει απαραίτητα «πρόοδο» ή «κατάκτηση». Όχι γιατί δεν ορίζονται επιστημονικά τα συγκεκριμένα «κοινωνικά φύλα», συμφωνούμε με όλο το πλαίσιο της κοινωνικής κατασκευής, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί και διέπει τις θεωρίες φύλου. Το πρόβλημα ξεκινάει από το πως η συγκεκριμένη γνώση, άποψη και θέση διαχέεται μέσα στη κοινωνία. Το πως αυτό γίνεται κοινή πεποίθηση και δημιουργεί σταθερές και στέρεες βάσεις στον κοινωνικό χώρο. Όταν το «ακαδημαϊκό» γίνεται «κοινωνικό» και «πολιτικό». Και αυτή η διάχυση δεν γίνεται μέσω νόμων και κανονισμών, ομοσπονδιακών ή πολιτειακών αρχών, αλλά από τη λεγόμενη βάση της κοινωνίας. Μέσω αυτής της διάχυσης παράγονται αναφαίρετα δικαιώματα. Διαφορετικά εμφανίζει χαρακτηριστικά επιβολής από την πλευρά του Κράτους, το οποίο, ενώ εμφανίζεται «προοδευτικό» και σύγχρονο, ουσιαστικά χτίζει, υπογείως, βαθιά θεμέλια οπισθοδρόμησης.
Δεν αρνούμαστε, ότι η αναρχική σκέψη και δράση, από τον 19ο αιώνα, μέσω της μαχητικότητας των συντρόφων, ήταν πολλές φορές επιταχυντική για τα «δικαιώματα» της κοινωνίας. Παρ’ ότι είναι ανέκαθεν ξεκάθαρο και σαφές, ότι ο αγώνας για την αναρχία είναι συνεχής και αδιάκοπος μέχρι την πραγμάτωση μιας ανεξούσιας και ελεύθερης κοινωνίας, δεν μπορούμε να μην σταθούμε στα «δικαιώματα» του 8ώρου στον αγώνα του Σικάγου το 1886 ή στις αναρχικές φεμινιστικές δράσεις της εποχής που θεσμίστηκαν με τον α ή β τρόπο. Σε αυτή τη θέσμιση οι αναρχικοί δεν είχαν καμία σχέση ή συνδιαλλαγή, εν αντιθέσει με τους όψιμους «δικαιωματιστές» της σημερινής σύγχρονης εποχής. Για να είμαστε απολύτως ακριβείς, όμως, και εντός των «ταυτοτικών ομάδων» υπάρχουν διαφωνίες για τις πολιτικές θέσμισης που συμβαίνουν διεθνώς, οι οποίες προφανώς αντιλαμβάνονται την εξαπάτηση της κεντρικής πολιτικής διαχείρισης που αναζητά πάντα «σωσίβια» για να ανανεώνει το λόγο της και την επιβολή της. Δηλαδή, όπως σημειώνει, ο Νικόλας Σεβαστάκης: «Πίσω από αληθινά ή εικαζόμενα επεισόδια woke, αναζητούν πλέον την αθώωση σχέσεων όπου συντηρούνται η αδικία και η ανισότητα. Αυτή η εμμονή γίνεται εντέλει προσπάθεια διάσωσης ενός βλέμματος που δεν έχει να μαρτυρήσει κάτι ουσιαστικό για τους πραγματικά κυρίαρχους και αυθαίρετους στον κόσμο μας». Και είναι εκείνο το βλέμμα που έρχεται από παλιά και εδραιώνει τις νέες συνθήκες και τις νέες καταστάσεις. Την εποχή της εκμηχάνισης στην Αγγλία εκείνοι που υπερθεμάτιζαν για το δικαίωμα στην παιδική εργασία, από έξι ετών, ήταν οι φιλελεύθεροι προοδευτικοί, και ουχί οι συντηρητικοί. Κι αυτό στο όνομα της επιλογής και αυτοδιάθεσης του εργασιακού σώματος. (Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά, Cavin Mueller, Εκτός Γραμμής, 2024).
Και όπως ο Μπάιντεν και η Χάρις δεν θέλησαν να μιλήσουν για την ακρίβεια, τον πληθωρισμό, τα δάνεια, την υγειονομική περίθαλψη και τόσα άλλα προεκλογικά, έτσι και εδώ ο Μητσοτάκης προγραμματίζει συζητήσεις με τον Πασκάλ Μπρικνέρ για να πει: «…τώρα βρισκόμαστε σε άλλο επίπεδο, έχουμε την τυραννία των μειοψηφιών, οι οποίες δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αμφισβητήσει την άποψη τους. Αν τολμήσεις να εκφράσεις αμφιβολίες για τη γνώμη τους, σε «βαφτίζουν» φασίστα, υποστηρικτή της πατριαρχίας ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς». Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Η Nathalie Heinich, στο βιβλίο της «Γουοκισμός» – ο νέος ολοκληρωτισμός;, Εναλλακτικές εκδόσεις, δηλώνει: «Στις ΗΠΑ ο γουοκισμός ταυτίζεται με την Αριστερά, επειδή υπερασπίζεται προοδευτικές αξίες, ενώ το “αντι-woke” κίνημα χαρακτηρίζει σαφώς τη Δεξιά, ή ακόμη και την άκρα Δεξιά. Στη Γαλλία, ωστόσο, τα στρατόπεδα είναι λιγότερο διακριτά: μπορεί κάποιος να απορρίπτει τον γουοκισμό αλλά, ταυτόχρονα, να υιοθετεί τους σκοπούς που αυτός υπερασπίζεται, χωρίς όμως να αποδέχεται τα καθόλου δημοκρατικά μέσα που χρησιμοποιούν οι οπαδοί του, έστω και με τις καλύτερες προθέσεις».
Όπως αναφέραμε και παραπάνω το ζήτημα των ταυτοτήτων είναι κυρίαρχο στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Οι νέες «κοινότητες» δομούνται βάσει μιας υποκείμενης ταυτοτικής διάστασης, η οποία εστιάζεται σε ένα στοιχείο της ταυτότητας του, το οποίο προσδιορίζει το άτομο. Ουσιαστικά είναι η ύπαρξη ενός αυτοπροσδιορισμού που τίθεται ενάντια σε όποιον δρα ανταγωνιστικά. Υπάρχουν μέσω της εναντίωσης, όχι προς το Κράτος και τις εξουσιαστικές σχέσεις που τις παράγει, αλλά προς σε άλλα «υποκείμενα». Έτσι, οι μαύρες φεμινίστριες αντιτίθενται στις λευκές φεμινίστριες κ.ο.κ., αντιστρέφοντας μια ιδιότυπη απόλαυση της υπεράσπισης των «πολιτισμικά κατώτερων», όπως εύστοχα είχε αποφανθεί ο Σ. Φρόυντ!
Ο Σέργκιου Κλάινερμαν, καθηγητής μαθηματικών σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ, σημειώνει στο κείμενο του με τίτλο: «Πως η ιδεολογία επηρεάζει τα μαθηματικά;»: «Αυτό που ξεκίνησε με την απόλυτα δικαιολογημένη πρόθεση της πάλης εναντίον των διακρίσεων, στη βάση της φυλής, του φύλου και της εθνοτικής καταγωγής, με σκοπό να δημιουργήσει μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, περισσότερη ανεκτικότητα και δικαιοσύνη, προκάλεσε το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιδίωκε – δηλαδή μεγαλύτερο διχασμό, λιγότερη ανεκτικότητα και λιγότερη δικαιοσύνη». Έτσι, στη Β. Αμερική συναντάμε την «πολιτισμική οικειοποίηση», δηλαδή την απαίτηση για απαγόρευση κάθε αναφοράς σε μια κοινότητα από εκείνους που δεν ανήκουν σε αυτή. Έτσι, το 2017, η σκηνοθέτης Κ. Μπίγκελοου δεν μπόρεσε να παρουσιάσει την ταινία της Ντιτρόιτ, που αναφερόταν στις φυλετικές ταραχές του 1967, με το αιτιολογικό ότι δεν ήταν αφροαμερικανή· μια ένωση ινδουιστών φοιτητών απαίτησε να απαγορευθεί ένα μάθημα γιόγκα στο πανεπιστήμιο της Οτάβα· το θεατρικό έργo Kanata, που αφορούσε τους αυτόχθονες Καναδούς, αναβλήθηκε στο Παρίσι εξαιτίας διαμαρτυριών, επειδή οι ηθοποιοί δεν ήταν οι ίδιοι ινδιάνοι. Πράγματι, θα ήταν προτεραιότητα μας να παρακολουθήσουμε θεατρικό από και για τους ιθαγενείς, όμως η εναντίωση στη «πολιτισμική οικειοποίηση» είναι σαν να ζούμε σε μια εξισωτική κοινωνία όπου προσπαθούμε να βελτιώσουμε τις συνθήκες και τους τρόπους καλλιτεχνικής έκφρασης και κατάθεσης. Σε μια κοινωνία διακρίσεων, βίας και συνεχιζόμενης αποικιοκρατίας από κυρίαρχα κράτη, η απαγόρευση καλλιτεχνικού έργου μέσω της λογοκρισίας της διανομής των ρόλων είναι τουλάχιστον άστοχη. Η κουλτούρα ακύρωσης (cancel culture) είναι εδώ ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης. Σε πολλές περιπτώσεις, ο στόχος δεν είναι η τοποθέτηση μέσω κειμένου και λόγου, της διαφορετικής θέσης και άποψης που πρεσβεύει μια ομάδα παρέμβασης, αλλά η πλήρης ακύρωση της ομιλίας-παράστασης, αποδομώντας το καθετί που δεν εντάσσεται στην πολιτική ορθότητα, όπως αυτή ορίζεται αόριστα από μια «προοδευτικότητα».
Ο καθένας μας φέρει τη ταυτότητα του, αλλά δεν χρειάζεται να έχουμε εμμονές με αυτές. Δεν χρειάζεται να επισκιάζει η ταυτότητα μας την φυσική ανθρώπινη υπόσταση μας. Αγωνιζόμαστε για την απελευθέρωση του ανθρώπου και κάθε όντος χωρίς να επιμερίζουμε τη δράση μας αποκλειστικά σε ταυτοτικές κατηγορίες. Μια ολική απελευθέρωση είναι εκείνη που σέβεται τον κάθε άνθρωπο και δεν τον κατατάσσει πρώτα σε μια μειονότητα που εν συνεχεία θα τον προστατεύσει. Γιατί είναι ακριβώς αυτή η κατηγοριοποίηση που διαχωρίζει και δεν αφήνει τα δεσμά να λυθούν από όλους, για όλους.
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.256, Φεβρουάριος 2025
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com