«Τάξη εναντίον τάξης» ή, κοινωνική συμμαχία;
Για να μη «χαθούμε στη μετάφραση» (για το ποιος είναι αριστερός και ποιος όχι;) νομίζω πως βοηθάει να προσεγγίζουμε την Αριστερά περισσότερο ως κοινωνική συμμαχία, παρά ως πολιτικό υποκείμενο.
Ωστόσο μια κοινωνική συμμαχία δε γίνεται με όρους τρόπου παραγωγής, όπου υπάρχουν η εργατική τάξη και η αστική τάξη, αλλά με όρους «κοινωνικού σχηματισμού» με την έννοια πως σε επίπεδο κοινωνίας, στη περίπτωσή μας, στην Ελληνική κοινωνία, υπάρχουν και άλλες μορφές παραγωγής (μικρή ιδιοκτησία, μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αυτοεργοδοτούμενοι κ.λπ.) που συναρθρώνονται με τον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν και άλλες κοινωνικές τάξεις (αγρότες, μικροαστικά στρώματα, νέα μεσαία στρώματα κ.λπ.). Έτσι οι αγρότες, με κάποιες διαφοροποιήσεις, ανέρχονταν το 2014 γύρω στο 10% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα (αυτοαπασχολούμενοι, μικρομεσαίοι εργοδότες κ.λπ.) στο 7,3%, τα νέα μικροαστικά στρώματα στο 29,5%, η εργατική τάξη στο 49,1% (αστική τάξη 3,2%, αγροτική αστική τάξη 0,7%) (Σ. Σακελλαρόπουλος, Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, Αθήνα 2014:Τόπος).
Σαφώς με μια μερική τροποποίηση των κριτηρίων προσδιορισμού της ταξικής θέσης (περιεχόμενο και μορφή εργασίας), τα νέα μικροαστικά στρώματα μπορούν να διαφοροποιηθούν περαιτέρω και να ενταχτούν στην εργατική τάξη, ωστόσο αυτή είναι ενδεικτικά η ταξική διάρθρωση της Ελληνικής κοινωνίας, όταν συζητούμε το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών. Στη πρώτη περίπτωση (με όρους τρόπου παραγωγής) δε τίθεται ζήτημα κοινωνικών συμμαχιών, καθώς εδώ έχουμε μόνο δύο τάξεις. Την αστική τάξη και την εργατική τάξη. Επομένως ο ταξικός αγώνας παίρνει τη μορφή «τάξη εναντίον τάξης». Επειδή όμως, η Ελληνική κοινωνία, και εφόσον μιλάμε για κοινωνική συμμαχία, βρίσκεται στη δεύτερη περίπτωση, αυτή θα συμπεριλάβει τα μικροαστικά στρώματα, τους αγρότες, κυρίως όμως τα νέα μικροαστικά στρώματα που σχηματίζονται εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (μηχανικοί και τεχνικοί παραγωγής, μισθωτή διανόηση, «αυτοαπασχολούμενοι» με μπλοκάκι, εργαζόμενοι στη βιομηχανία τέχνης και πολιτισμού κ.ο.κ.). Αυτά ως μη ιδιοκτήτες (χωρίς μέσο παραγωγής και εργασίας) βρίσκονται πιο κοντά στην εργατική τάξη ενώ ως διαταξικό μόρφωμα, εκφράζουν, -ανεξάρτητα από το βιοτικό τους ύφος και τις πολιτισμικές πρακτικές που ακολουθούν (τρόποι ζωής και εργασίας) που αντιστοιχούν, όμως στη θέση και στις λειτουργίες τους στο «συλλογικό εργάτη»-, σε μεγάλο βαθμό ταξικές καταστάσεις της μισθωτής εργασίας. Ακριβώς γι’ αυτό, κυρίως όμως λόγω του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης που οδηγεί στη πραγμοποίηση (αντιμετώπισή των εργατών ως πράγματος), επιβάλλεται η αυτόνομη πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, ώστε να μην άγεται και φέρεται από τα νέα μεσαία στρώματα. Ο διαφορετικός βαθμός εκμετάλλευσης δείχνει, από άποψη μεθόδου, μέχρι που μπορεί να φτάσει μια τάξη, εν προκειμένω η εργατική ή, τα νέα μικροαστικά στρώματα.
Ωστόσο τα άτομα δεν είναι «μετέωρα», «αταξικά», αλλά μέσα σε συστήματα κοινωνικών σχέσεων (κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, συστήματα αναπαραγωγής κ.λπ.), που τα προσδιορίζουν κοινωνικά, όπως αποτυπώνονται στις ταξικές τους θέσεις (εργάτες, αστοί, μικροαστοί κ.λπ.). Αυτά τα συστήματα σχέσεων προσδιορίζουν τη συνθήκη εκμετάλλευσης (απόσπαση απλήρωτης εργασίας/υπεραξίας), από τη μια, αλλά και την άνιση πρόσβαση σε μέσα και πόρους (κοινωνικές ανισότητες), από την άλλη, τροφοδοτώντας ανταγωνισμούς, συγκλήσεις, συμμαχίες κ.λπ. Αν η εργατική τάξη εντοπίζεται στο πρώτο σύστημα (σχέσεις εκμετάλλευσης), τα άλλα συστήματα σχέσεων (σύστημα διανομής, κοινωνικής αναπαραγωγής κ.λπ.) με τη συνακόλουθη άνιση πρόσβαση σε μέσα και πόρους κ.λπ. θα χαρακτηρίζει περισσότερο τις άλλες κοινωνικές τάξεις.
Επομένως δεν έχει νόημα να απευθύνεται κάποιος/α στα άτομα, στο θυμικό, στη ψυχολογία, στον ηρωϊσμό, στην αυτοθυσία τους κ.λπ., γιατί τότε αναπαράγεται η αστική ιδεολογία (μικροαστικός ατομικισμός κ.λπ.), αλλά στα συστήματα σχέσεων που τα περιβάλλουν. Εκτός αν θεωρήσουμε πως η κοινωνική συνείδηση προέρχεται από εξωκοινωνικές καταστάσεις όπως διατείνονται αντιδραστικές θεωρήσεις (μεσσιανισμός, βιταλισμός, ψυχολογισμός κ.λπ.) και όχι μέσα από την τριβή και ανάδραση με τη καθημερινότητα, το κοινωνικό γίγνεσθαι. Αυτό σημαίνει πως η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων (συνθήκες ζωής και εργασίας κ.λπ.), που αφορά άμεσα και την εργατική τάξη, ας το πούμε τακτική, οφείλει να συνδεθεί με τη κατάργηση της εκμετάλλευσης, ας το πούμε στρατηγική. Αυτό είναι και το περιεχόμενο μιας κοινωνικής συμμαχίας. Αλλιώς, ισχύει το «τάξη εναντίον τάξης», όπως εξηγήσαμε παραπάνω, και πάμε για το σοσιαλισμό και την εργατική εξουσία. Εκ των πραγμάτων τότε τα ζητήματα συνθηκών ζωής που συνδέονται με την άνιση κατανομή των πόρων ή, ζητήματα του «εποικοδομήματος» (ταυτοτικά δικαιώματα, μορφές έκφρασης κ.λπ.) μένουν εκτός ταξικού αγώνα, καθώς αυτό συνιστά διαχείριση του συστήματος (ρεφορμισμός).
Είναι προφανές πως οι παραπάνω σκέψεις επιχειρούν να περιγράψουν το πρόβλημα. Δεν είναι οδηγός που μηχανιστικά βγάζει στη λύση του προβλήματος. Εξάλλου οι συνθήκες ζωής και εργασίας λειτουργούν ως μηχανισμός κοινωνικής πειθάρχησης του «κόσμου της εργασίας» ενώ η τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής, ελέγχει και τα μέσα της διανοητικής παραγωγής (ΜΜΕ και κοινωνικής δικτύωσης, ερευνητικά ινστιτούτα, πνευματικά ιδρύματα κ.λπ.), εμποδίζοντας την έγερση μια χειραφετητικής κοινωνικής συνείδησης. Ωστόσο αυτό συνέβαινε και θα συμβαίνει πάντοτε, πόσο μάλλον όταν, όπως αναφέρει ο Μαρξ, οι άνθρωποι δημιουργούν την Ιστορία σε συνθήκες που δεν επιλέγουν οι ίδιοι. Επομένως η αποδοχή του δεδομένου συσχετισμού δυνάμεων θα σήμαινε και παραδοχή πως τίποτε δε μπορεί να αλλάξει, εγκλωβίζοντας τη κοινωνική δράση στη μοιρολατρία και στην αναμονή ώσπου να έρθει το πλήρωμα του χρόνου (μιλλεναρισμός/χιλιασμός) και «ωριμάσουν οι συνθήκες». Έτσι ο ριζοσπαστισμός στα λόγια έρχεται να αντισταθμίσει τον «επαναστατικό αναμονισμό» (Revolutionary Attentism) και τη κοινοβουλευτικοποίηση της κοινωνικής δράσης, όπως συνέβαινε κάποτε με τη Γερμανική σοσιαλδημοκρατία αρχές του 20ου αιώνα (Groh, D. Negative Integration und revolutionäre Attentismus. Die deutsche Sozialdemokratie am Vorabend des Ersten Weltkrieges, Frankfurt 1973).
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr