Κάτω από τον θρησκευτικό Μανδύα (Μέρος Α΄)

Κάποιες θρησκευτικές αιρέσεις, πέρα από τα εξωτερικά γνωρίσματα της δογματικής αντιπαράθεσης με τις εκάστοτε κρατούσες θρησκευτικές αντιλήψεις, υπήρξαν σε αρκετές περιπτώσεις —(ειδικότερα στη χριστιανική θρησκεία και σε περιόδους, όπως αυτή του βυζαντινού καισαροπαπισμού και της μεσαιωνικής Δύσης, όπου η θρησκεία αποτελούσε ουσιαστικό παράγοντα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων)— πεδίο έκφρασης κοινωνικών μετώπων άρνησης και αντίστασης.
Παυλικιανοί και Εικονομάχοι στο Βυζάντιο, Βογόμιλοι στη Βουλγαρία, Ζηλωτές στη Θεσσαλονίκη συναντιώνται —πίσω από τις δογματικές τους αντιπαραθέσεις με τη θρησκεία— στις κοινές τους διεκδικήσεις που διαχρονικά αναφέρονται στο πρόβλημα της τεράστιας και αναπαλλοτρίωτης, με νόμο του Ιουστινιανού, εκκλησιαστικής περιουσίας, στο πρόβλημα της δημόσιας εκπαίδευσης, που βρισκόταν στα χέρια των μοναχών, της δουλοπαροικίας, που «δυνατοί» και μοναστήρια ουσιαστικά επέβαλαν και σε μια σειρά άλλων προβλημάτων που προκαλούσε η χλιδή των γαιοκτημόνων και του κλήρου απέναντι στην πενία και την καταπίεση των αδυνάτων.
Είναι οι αιρετικοί Παυλικιανοί, αρχικά και οι Εικονομάχοι στη συνέχεια, που, ήδη απο τις αρχές του 7ου αιώνα, εξεγείρονται και διεκδικούν την απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας και την ανάπτυξη αγροτικών κοινοτήτων ελεύθερων γεωργών.
Είναι οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι, αυτοί τους οποίους ο ιερέας Κοσμάς στον καταγγελτικό του λόγο (Slovo), που γράφτηκε περί το 972, εμφανίζει να ξεχωρίζουν για την κοινοτική οργάνωση της ζωής τους, την κατάργηση κάθε μορφής ιδιοκτησίας, εξουσίας και ιεραρχίας, την αποστροφή τους προς το γάμο και την αντίθεσή τους στη χειρωνακτική εργασία για χάρη των ισχυρών, επισημαίνοντας:
«Διδάσκουν τους οπαδούς τους να μην υποτάσσονται στις αρχές, δυσφημούν τους πλουσίους, μισούν τους αυτοκράτορες, κακολογούν τους ανώτερους, προσβάλλουν τους άρχοντες, υποστηρίζουν ότι ο θεός απεχθάνεται όσους εργάζονται για τους κυρίους τους»…
Και είναι οι Ζηλωτές που με κέντρο τη Θεσσαλονίκη θα διατυπώσουν ένα πλαίσιο κοινωνικών διεκδικήσεων, θα εξεγερθούν, θα πετύχουν (1341) τον απόλυτο έλεγχο της πόλης, θα προβούν σε απαλλοτριώσεις περιουσιών των πλουσίων και της εκκλησίας, θα καθιερώσουν την ισότητα και θα εγκαθιδρύσουν ενα ιδιότυπο λαϊκό κομμουνισμό, που αντιστάθηκε οκτώ ολόκληρα χρόνια στις λυσσαλέες επιθέσεις των συνασπισμένων, προ της κοινής απειλής, Βυζαντινών, Σέρβικων και Τουρκικών δυνάμεων.
Υπό το γενικό τίτλο «Καθαροί», αναφέρονται θρησκευτικές- κοινωνικές αιρέσεις, που με διάφορες ονομασίες εμφανίζονται στις χώρες της Δ. Ευρώπης από τον 7ο αιώνα. Δογματικά οι απόψεις τους ήταν μανιχαϊστικές, με έντονο αντικληρικό και αντεξουσιαστικό χαρακτήρα.
Η εκκλησία, σε συνεργασία με την κοσμική εξουσία, κήρυξε εναντίον των «Καθαρών» ολόκληρη σταυροφορία και με τη βοήθεια της Ιεράς Εξέτασης, κατόρθωσε να τους εξοντώσει.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ (1198-1216) θα ωθήσει το βασιλιά της Γαλλίας σε εκστρατεία κατά των Βάλδων, των οπαδών δηλαδή του Βάλδου, που κήρυττε την επιστροφή στην απλότητα και είχε καταγγείλει τον τρυφηλό βίο και τον πλούτο του ανώτερου κλήρου και των μοναχών.
Ιδιαίτερης αγριότητας ήταν η Σταυροφορία που κήρυξε ο ίδιος αυτός πάπας κατά των «Αλβιγινών», των καθαρών που είχαν πάρει το όνομα από τη γαλλική πόλη Αλβί που ήταν και το προπύργιό τους.
Βάλδοι και Αλβιγινοί πέρασαν κυριολεκτικά από στόματος μαχαίρας και συνετρίβησαν με φωτιά, σίδερο, βιασμούς και απίστευτες φρικαλεότητες.
Χαρακτηριστική έμεινε η απάντηση του Αβά Αρνάλδου, έξαρχου του Πάπα, σε ερώτηση αξιωματικού για το πώς οι στρατιώτες θα ξεχωρίζουν τους πιστούς απο τους αιρετικούς: «Σφάξτε τους όλους. Ο θεός θα φροντίσει να διακρίνει και να προστατεύσει τους πιστούς του».
Σταθμό στην ανάπτυξη ανατρεπτικών κινημάτων με θρησκευτικό μανδύα αποτέλεσαν στην Αγγλία οι «Lollards» ψιθυριστές ή φλύαροι, όπως αποκλήθηκαν από τους αντιπάλους τους σκωπτικά, οι οπαδοί του J. Wycliffe (1329-1384).
O Wycliffe καθηγητής στην Οξφόρδη, θεολόγος και διανοούμενος έκρινε ότι για να αναγεννηθεί η Εκκλησία έπρεπε να απεκδυθεί του πλούτου και των προνομίων. Ο άνθρωπος, κήρυττε ο Ουάικλιφ, δεν θα σωθεί με θρησκευτικές τελετουργίες και μετάνοιες αλλά με τις πράξεις του. Τα κηρύγματά του βρήκαν απήχηση στους φοιτητές του Πανεπιστημίου και στις λαϊκές μάζες.
Οι οπαδοί του, που περιέρχονταν στις πόλεις και την ύπαιθρο καταγγέλοντας τις υπερβολές του πλούτου και της εκκλησίας, χαρακτηρίστηκαν κοινωνικά επικίνδυνοι και γνώρισαν τους διωγμούς των ισχυρών.
Το 1381 έχουμε την εξέγερση των Άγγλων χωρικών με ηγέτη της εξέγερσης τον Ιεροκήρυκα Τ. Μπόλι να διακηρύσσει: «αν όλοι καταγόμαστε από έναν πατέρα και μια μάνα, από τον Αδάμ και την Εύα, πώς μπορούν οι άρχοντες να πουν ή να αποδείξουν ότι είναι πιο άρχοντες από εμάς- εκτός από το ότι μας βάζουν να σκάβουμε και να οργώνουμε τα χώμα για να αρπάξουν εκείνοι ό,τι παράγουμε…»
Με τους εξεγερμένους χωρικούς ενώθηκε και η φτωχολογιά των πόλεων. Οι εξεγερμένοι μπήκαν στο Λονδίνο, έκαψαν τα ανάκτορα, εκτέλεσαν τον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι και τον καγκελάριο του βασιλιά, κατέλαβαν τις φυλακές και απελευθέρωσαν τους φυλακισμένους.
Θα σφαγιαστούν τελικά, πέφτοντας στην παγίδα του βασιλιά Ριχάρδου Β΄ που εμφανίστηκε ως σύμμαχος και υποστηρικτής των αιτημάτων τους.
Μετά την καταστολή της εξέγερσης και το θάνατο του Ουάικλιφ, οι διώκτες των οπαδών του πέτυχαν το 1401 τη θέσπιση του δικαιώματος της εκκλησίας να καταδικάζει στο διά πυράς θάνατο όσους έκρινε ως αιρετικούς.
Η σπορά του Ουάικλιφ δεν πήγε, ωστόσο, χαμένη. Τα αμέσως επόμενα χρόνια οι ιδέες του πέρασαν στην ηπειρωτική Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Βοημία.
Ο Ιερώνυμος της Πράγας (1380-1416) γνώρισε τη διδασκαλία του Ουάικλιφ στην Αγγλία και ήταν αυτός που συζήτησε με τον Ιωάννη Ους (1362-1415) τις απόψεις του Άγγλου αιρετικού και την πρακτική των οπαδών του.
Το ρεύμα των Ουσιτών της Βοημίας, που ξεκίνησε από αυτή τη γόνιμη συνάντηση, υπήρξε πρωτίστως κίνημα κοινωνικό και απελευθερωτικό και αναπτύχθηκε μέσα από μια συνεχή διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης.
Ο ίδιος ο Ους θα καταδικαστεί από σύνοδο της Κωνσταντίας ως αιρετικός και θα καεί ζωντανός στις 6 Ιουλίου 1415, φτύνοντας όπως ο Τζιορντάνο Μπρούνο διακόσια περίπου χρόνια αργότερα (1600), τον εσταυρωμένο που του πρότεινε ο παριστάμενος ιερέας. Θα καταστεί το σύμβολο του αγώνα κατά της Ρωμαιοικαθολικής εκκλησίας και του Γερμανού αυτoκράτορα και θα παραμείνει φωτεινό παράδειγμα αντίστασης, θάρρους και καρτερίας.
Μετά το θάνατο του Ους, οι υποστηρικτές των απόψεών του θα τις ριζοσπαστικοποιήσουν ακόμα περισσότερο και θα αναπτύξουν ένοπλη αντίσταση ενάντια στην παποσύνη και τους Γερμανούς αυτοκράτορες, η οποία θα πάρει το χαρακτήρα κοινωνικού – απελευθερωτικού μετώπου.
Η ακραία πτέρυγα των Ουσιτών, που ονομάστηκαν Θαβωρίτες, από το βιβλικό όνομα της πόλης Θαβώρ, πλησίον της Πράγας, θα συσπειρώσει τα φτωχότερα στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, παραμερίζοντας το καθαρά θεολογικό μέρος της σύγκρουσης, θα προβάλει μια σειρά από ριζοσπαστικά αιτήματα και θα κατηγορηθεί από τους αντιπάλους ότι αγωνίζεται «για μια κοινωνία στην οποία δεν θα υπήρχαν πλέον βασιλιάδες ούτε κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι, πουθενά επί της γης. Κάθε έλεγχος και χειραγώγηση θα σταματήσει να υφίσταται, κανένας δεν θα μπορεί να εξαναγκάζει τόν άλλο για ο,τιδήποτε και όλοι θα ζουν με ισότητα σαν αδέλφια».
Οι θέσεις αυτές των Θαβωριτών, που μάλιστα εφαρμόστηκαν στις περιοχές που πέτυχαν να επικρατήσουν, ήταν επόμενο να προκαλέσουν μια πρώτη διάσπαση στο ρεύμα των Ουσιτών, με τους πλούσιους και ευγενείς να συσπειρώνονται σε ξεχωριστές σέκτες που αντιπαρατέθηκαν στη ριζοσπαστικοποίηση που προωθούσαν και εκήρυτταν προς πάσα κατεύθυνση οι Θαβωρίτες, γενικεύοντας τις αρχές τους: «Αφού στο Θαβώρ δεν υπαρχουν δικό μου και δικό σου, αλλά είναι όλα κοινά, έτσι όλοι οι άνθρωποι πρέπει πάντα να τα έχουν όλα κοινά και κανένας δεν πρέπει να έχει στην κατοχή του τίποτα δικό του. Όποιος κατέχει ιδιωτική ιδιοκτησία διαπράττει θανάσιμο αμάρτημα».
Το 1420 ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ κάλεσε τη χριστιανοσύνη σε σταυροφορία ενάντια στη Βοημία, που αρνιόταν να αναγνωρίσει τις εξουσίες του πάπα και την κοσμική εξουσία του Γερμανού αυτοκράτορα Σιγισμούνδου.
Ξεκίνησε έτσι ένας από τους πιο αιματηρούς πολέμους, που διήρκεσε δώδεκα χρόνια και έληξε με νίκη των Ουσιτών.
Η εσωτερική διάσπαση, αναζωπυρώθηκε την επομένη της νίκης.
Ευγενείς και γαιοκτήμονες δεν άργησαν να ζητήσουν τη βοήθεια των αντιπάλων τους, που προσφέρθηκε απλόχερα.
Ακολούθησαν νέες συγκρούσεις, εμφύλιες αυτή τη φορά, για να φτάσουμε δύο χρόνια αργότερα, το 1434, στη μάχη του Lipany, όπου οι συνασπισμένες δυνάμεις Ευγενών – Παποσύνης συνέτριψαν τις καταπονημένες, από τις πολύχρονες συγκρούσεις, δυνάμεις των Θαβωριτών, σκοτώνοντας πάνω από 13.000 στο πεδίο της μάχης και πολλές χιλιάδες αμάχους στις πόλεις και την ύπαιθρο. Η ίδια η πόλη θα ισοπεδωθεί το 1452.
Έτσι ηττήθηκε οριστικά το κίνημα των Θαβωριτών και καταπνίγηκε μια ακόμη απόπειρα ουσιαστικής ριζικής κοινωνικής αλλαγής, που είχε ξεκινήσει ως θεολογική θρησκευτική αντιπαράθεση για να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα λαϊκά κινήματα…
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 37, Μάρτιος 2005