ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ…Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που είπα με προθυμία το “ναι”. Ας όψεται η επιπολαιότητα ο πονόψυχος χαρακτήρας μου. Για λεφτά βέβαια ούτε λόγος να γίνεται, εδώ που τα λέμε στις μέρες μας κανείς δεν έχει λεφτά ούτε να δώσει ούτε να πάρει. Σίγουρα όχι ο κυρ Αλέκος. Το γεροντάκι, που ήτανε στα ογδονταέλα, έμενε στη παλιά πολυκατοικία απέναντι από τη δικιά μου. Είχαμε γνωριστεί πριν 3-4 χρόνια τυχαία, στο δρόμο, μια μέρα που εκτός από την τυπική καλημέρα, χρειάστηκε να δώσω το χέρι μου να σηκωθεί από το πεζοδρόμιο, ζάλη ξαφνική είχε ρίξει το γέροντα. Έμενε μόνος στο μικρό δυαράκι τα τελευταία είκοσι χρόνια, από τότε που πέθανε η γυναίκα του. Είχε ένα γιό στην Αυστραλία, αυτόν είχε πάνω από τριάντα χρόνια να τον δει και η τελευταία φορά που έλαβε γράμμα του ήταν πριν τέσσερα χρόνια. Φίλους δεν είχε πια, ένας ένας πήγαινε στο στερνό του βίου ταξίδι.
Έτσι δεν απέμενε παρά το δυαράκι, με τη στενή βεραντούλα για τα ζεστά καλοκαιρινά απογεύματα, η εφημερίδα από το περίπτερο, την οποία αγόραζε ανελλιπώς κάθε μέρα, και πολλές αναμνήσεις στα σεντούκια της ψυχής του. Μαζί με το χέρι μου εκείνη την ημέρα, του έδωσα κι ένα χαρτάκι όπου είχα γράψει το όνομα και το τηλέφωνό μου, “αν ποτέ χρειαζόταν κάτι να μη διστάσει να πάρει τηλέφωνο”.
Με πήρε τηλέφωνο μια Τρίτη βράδυ, δυό μέρες πριν. Είπε πως ήθελε να μου μιλήσει, ήθελε τη βοήθειά μου κι αν μπορούσα να πεταγόμουν μια στιγμή απέναντι. Ανησύχησα είναι η αλήθεια, όμως η φωνή του ακουγόταν ήρεμη αν και λίγο θλιμμένη. Σε λίγο ήμουν απέναντι στο κυρ Αλέκο. Με φίλεψε λίγο τσίπουρο με μύγδαλα και αφού με ευχαρίστησε για το γεγονός πως υπήρχε ένας άνθρωπος έστω να έχει το νου του εάν τον χρειαζόταν ποτέ, μου ανακοίνωσε πως πήρε την απόφαση να πάει στο γηροκομείο, πέρα από μια παρέα με άλλα άτομα της ηλικίας του, να έχει μια στοιχειώδη φροντίδα. Ντράπηκα. Η θλίψη που σοφά σφράγισε το στόμα μου, επίσης σοφά περιορίστηκε εκεί και δεν ανέβηκε στα μάτια μου. Τι να πεις, για την εγκατάλειψη, τι να πεις για την αξιοπρέπεια, για τη ζωή που νιώθεις να φεύγει; Μόνο ακούς.
Αυτό που ήθελε από μένα, αυτό που με παρακαλούσε, ήταν να τον βοηθήσω να μαζέψει τα πράγματά του, αλλά κυρίως να κάνω το ξεσκαρτάρισμα όσων από καιρό θα έπρεπε να έχουν πάρει το δρόμο της ανακύκλωσης ή του κάδου σκουπιδιών. Ο γέροντας ανήκε στην άκακη κατηγορία των συλλεκτών παντός είδους και αντικειμένου, η οποία κατηγορία με τη πάροδο του χρόνου, αυξάνει τη δραστηριότητα και το “θησαυρό” της. Είναι μια κατηγορία που κι εγώ έχω υποβάλλει μια σοβαρή υποψηφιότητα για τακτικό μέλος. Συμφωνήσαμε να πάω το Σαββατοκύριακο που ερχόταν, όπως και έκανα. Σάββατο πρωί κατά τις 8 χτυπάω το κουδούνι του κυρ Αλέκου. Με περίμενε, με τη καρό ρόμπα του και τις καφέ παντούφλες, χαμογελαστός, με την εφημερίδα στο χέρι. Μέσα μύριζε φρεσκοφτιαγμένος ελληνικός καφές και γεροντίστικη κλεισούρα.
Βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή στη διακοσιοστή, δε ξέρω ακριβώς, πλαστική σακούλα με χαρτομάνι, εφημερίδες, διαφημιστικά και ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου που ψυχαναγκαστικά αποθησαυρίζει σαν τη κίσσα. Ήθελα να βαρέσω τη κεφάλα μου στον αποκαλυμμένο μουχλο-μπεζ τοίχο, καθώς άδειαζα τη θα σας γελάσω ποια κούτα για να γεμίσω άλλες δυό μπροστά της, μία για σκουπίδια μία για ανακύκλωση. Ένα Γιουσουρούμ 3 Χ 4 διαστάσεις. Οι κούτες μέχρι το ταβάνι, οι σακούλες στηρίζανε τη βάση από τις κούτες. Από ότι μου είπε ο κυρ Αλέκος στο δωμάτιο αυτό τα τελευταία χρόνια δεν έμπαινε, από τη πόρτα μόνο κάθε τόσο, έδινε φιλόξενη στέγη σε άλλη μια σακούλα με πολύτιμη σαβούρα.
Συγνώμη πολλές φορές μου ζήτησε ο άνθρωπος για το χάλι, δε πειράζει του είπα εγώ, συνάδελφοι είμαστε. Δηλαδή με ρωτάει; Ε μαζεύω κι εγώ το κατιτίς μου, του είπα με συνωμοτικό χαμόγελο που μεταδόθηκε και στο δικό του πρόσωπο. Ότι θες από δω να το πάρεις μου είπε. Τον ευχαρίστησα, αν και από ότι έβλεπα δεν υπήρχε κάτι που να με ενδιαφέρει (αυτό δεν του το είπα). Εγώ μάζευα αντικείμενα, παράξενα αντικείμενα, όχι απαραιτήτως πολύτιμα αλλά να μου κεντρίζουν την περιέργεια και το ενδιαφέρον. Μέσα λοιπόν σε όλη αυτή την ανακατωσούρα και το χαμό, ξεπρόβαλλε από το πάτο μιας χαρτόκουτας το ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ. Ήταν ένα παλιό σημειωματάριο καλυμμένο με σκούρο καφέ δέρμα, διαστάσεων Α4, κάποιος με πυρογραφία, μάλλον ο ιδιοκτήτης του, είχε γράψει ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ και από κάτω τα αρχικά Κ. Π. . Ένιωσα αυτό το “κάτι” να με κεντρίζει. Δεν είχε σχέση αυτό που κρατούσα στα χέρια μου, με αυτά που μέχρι στιγμής πέταγα. Ημερολόγιο να ήταν, δε κατάλαβα από τη πρώτη ματιά, πάντως όποιος το έγραψε είχε ωραίο, πυκνό, πλαγιαστό γραφικό χαρακτήρα, ήταν προσεκτικός, δεν υπήρχαν μουτζούρες.
“Να το κρατήσω αυτό κυρ Αλέκο;” τον ρώτησα. “Κράτα ότι θέλεις παιδί μου, εμένα εκεί που πάω άχρηστα μου είναι όλα αυτά πια, αυτά που θέλω, τα έχω στη βαλίτσα μου”, απάντησε. Το έβαλα στην άκρη, να το πάρω αργότερα και συνέχισα τη μάχη με τη στρατιά των αχρήστων. Δύο μέρες πήρε αυτή η υπόθεση, αλλά στο τέλος νικήσαμε το τέρας της σαβούρας.
Ο κυρ Αλέκος έφυγε την επόμενη Τετάρτη. Το σπίτι θα το πουλούσε μεσίτης. Με τα όποια λεφτά και τη πενιχρή του σύνταξη, θα περνούσε τα υπόλοιπα χρόνια του στο γηροκομείο. Δεν ήμουνα μπροστά όταν ήρθε το ταξί και τον πήρε, με τη βαλιτσούλα του κουστουμαρισμένο με το μπαστουνάκι του, φορώντας τη γκρι ρεπούμπλικα και το κασμιρένιο παλτό που το είχε συντροφιά ζεστή για πάνω από σαράντα χειμώνες. Ήμουν στη δουλειά και νιώθω ευγνωμοσύνη γι’ αυτό, πρώτον γιατί έχω δουλειά, δεύτερον γιατί σε τέτοιες περιστάσεις μπήγω τα κλάματα.
Το παλιό σημειωματάριο, το καταχώνιασα στο δικό μου προσωπικό “θησαυροφυλάκιο” στον ημιυπαίθριο, όπου και ακολούθησε τη μοίρα των υπολοίπων θησαυρών μου, ξεχάστηκε.
Το αναζήτησα πολλούς μήνες μετά, όταν την ύπαρξη του μου θύμισε το κηδειόχαρτο του κυρ Αλέκου, στη κολώνα μπροστά από την απέναντι παλιά πολυκατοικία.