Herbert Marcuze “Το τέλος της ουτοπίας”
Διάλεξη του Herbert Marcuze στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τον Ιούλιο του 1967*,**.
Θ’ αρχίσω εν πρώτοις με μια κοινοτοπία· εννοώ με τούτη: σήμερα, κάθε μορφή του βιόκοσμου, κάθε μεταβολή του τεχνικού και του φυσικού περιβάλλοντος, είναι μια πραγματική δυνατότητα, και ο «τόπος» της βρίσκεται μέσα στην ιστορία. Μπορούμε σήμερα να κάνουμε τον κόσμο κόλαση – κατά κει βαδίζουμε άλλωστε, όπως γνωρίζετε. Μπορούμε όμως να τον μεταβάλουμε και στο αντίθετό της. Αυτό το τέλος της ουτοπίας, δηλαδή την αναίρεση των ιδεών και των θεωριών εκείνων, που μεταχειρίστηκαν τη λέξη «ουτοπία», για να καταγγείλουν ορισμένες ιστορικο-κοινωνικές δυνατότητες, μπορούμε σήμερα να το αντιληφθούμε επίσης και σαν «τέλος της ιστορίας · για τον εξής πολύ συγκεκριμένο λόγο, ότι δεν είναι δυνατόν πια σήμερα να φανταστούμε τις νέες δυνατότητες μιας ανθρώπινης κοινωνίας σαν προέκταση των παλιών μέσα στην ίδια ιστορική συνοχή· προϋποθέτουν απεναντίας ρήξη της ιστορικής συνέχειας, δηλαδή την ποιοτική εκείνη διαφορά μεταξύ ελεύθερης κοινωνίας και των ανελεύθερων κοινωνιών, που, κατά τον Μαρξ, μας επιτρέπει πράγματι να θεωρήσουμε την ως τα σήμερα ιστορία σαν «προϊστορία» της ανθρωπότητας.
Πιστεύω, εν τούτοις, ότι κι αυτός ακόμη ο Μαρξ ήταν πάρα πολύ προσκολλημένος στην ιδέα της αδιάκοπης προόδου, ότι κι αυτή του επίσης η ιδέα του σοσιαλισμού ίσως να μην παρουσιάζει ακόμη, ή να μην παρουσιάζει πια εκείνη την «καθορισμένη άρνηση» του κεφαλαιοκρατισμού που έπρεπε να παρουσιάσει. Έτσι, η έννοια «τέλος της ουτοπίας» μάς αναγκάζει να συζητήσουμε, τουλάχιστο, ένα νέον ορισμό του σοσιαλισμού, και μάλιστα ν’ αναρωτηθούμε πρώτα, μήπως ορισμένα κρίσιμα σημεία της μαρξικής θεωρίας του σοσιαλισμού αναφέρονται σ’ ένα στάδιο της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων, που έχει πια ξεπεραστεί. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, φαίνεται καθαρότατα σ’ εκείνη την περίφημη διάκριση ανάμεσα στο βασίλειο της ελευθερίας αφ’ ενός και στο κράτος της ανάγκης αφ’ ετέρου. Κατά τη διάκριση αυτή, δεν μπορούμε να διανοηθούμε το βασίλειο της ελευθερίας, παρά μόνο πέρα κι έξω από το κράτος της ανάγκης, και μόνο εκεί μπορεί να υπάρξει. Ο διαχωρισμός όμως αυτός υποδηλώνει, ότι το κράτος της ανάγκης παραμένει πάντοτε κράτος ανάγκης, με την έννοια της αλλοτριωμένης εργασίας. Επομένως, όπως λέει κι ο Μαρξ, το μόνο, που μπορεί να συμβεί σ’ αυτό το χώρο, είναι να οργανωθεί όσο το δυνατόν πιο έλλογα και να μειωθεί στο ελάχιστο δυνατό όριο η εργασία αλλά, θα εξακολουθεί να είναι πάντοτε ανελεύθερη εργασία μέσα στο κράτος της ανάγκης και προς όφελός του. Προσωπικά, πιστεύω, ότι μια από τις νέες δυνατότητες, που δείχνει την ποιοτική διαφορά μεταξύ της ελεύθερης κοινωνίας και της ανελεύθερης, έγκειται ακριβώς σε τούτο: ν’ αφήσει ν’ αναφανεί το βασίλειο της ελευθερίας μέσα στο κράτος της ανάγκης, να εκδηλωθεί μέσα στην ίδια την εργασία, κι όχι μόνο πέρα από την (αναγκαία) εργασία. Διατυπώνοντας κατά τρόπο προκλητικό αυτή τη θεωρητική ιδέα, θα έλεγα: πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε επίσης και τη δυνατότητα μιας πορείας του σοσιαλισμού από την «επιστήμη στην ουτοπία» κι όχι μόνο από την «ουτοπία στην επιστήμη».
Η ουτοπία είναι έννοια ιστορική· αναφέρεται σ’ ορισμένα σχέδια κοινωνικής αναμόρφωσης, που θεωρούνται απραγματοποίητα. Απραγματοποίητα, για ποιους λόγους; Συνήθως, όταν μιλούν για ουτοπία, εννοούν ότι δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί το σχέδιο μιας νέας κοινωνίας, επειδή οι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί παράγοντες μιας δεδομένης κοινωνικής κατάστασης αντιτάσσονται στη μετατροπή της – και λέγεται τότε ότι «η κατάσταση δεν είναι ώριμη». Παράδειγμα: τα κομμουνιστικά σχέδια κατά τη Γαλλική Επανάσταση. Ή, ίσως σήμερα: ο σοσιαλισμός στις προηγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες. Και τα δύο είναι παραδείγματα που αναφέρονται στην πραγματική ή την υποθετική απουσία των υποκειμενικών και αντικειμενικών παραγόντων, που καθιστούν αδύνατη μια πραγματοποίηση.
Μπορεί, όμως, επίσης να θεωρείται απραγματοποίητο το σχέδιο μιας κοινωνικής μεταβολής, επειδή αντίκειται σ’ ορισμένους επιστημονικά εδραιωμένους νόμους – βιολογικούς νόμους, φυσικούς νόμους κτλ. όπως, παραδείγματος χάριν, η πανάρχαια ιδέα της αιωνίας νεότητας του ανθρώπου, ή ή ιδέα της επιστροφής σε μια υποτιθέμενη χρυσή εποχή. Πιστεύω, ότι μόνο σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να μιλάμε για ουτοπία, όταν δηλαδή ένα σχέδιο κοινωνικής μεταβολής αντίκειται σε πραγματικούς φυσικούς νόμους. Μόνο ένα τέτοιο σχέδιο είναι – με την αυστηρή σημασία του όρου – ουτοπικό, δηλαδή εξωιστορικό – παρ’ όλο που κι αυτό το «εξωιστορικό» έχει και το ιστορικό του όριο.
Τα σχέδια της πρώτης ομάδας – τα θεωρούμενα ανέφικτα λόγω απουσίας των υποκειμενικών ή αντικειμενικών συντελεστών – μπορεί κανείς, στην καλύτερη περίπτωση, να τα χαρακτηρίσει μόνο ως «προσωρινώς» απραγματοποίητα. Αλλά, για να αποφανθεί, να σταθμίσει, κατά πόσο είναι τω όντι απραγματοποίητα, δεν επαρκούν παραδείγματος χάριν τα κριτήρια του Καρλ Μαννχάιμ(47/3)· πρώτον, για τον απλούστατο λόγο, επειδή το «απραγματοποίητο» φαίνεται πάντοτε μόνον εκ των υστέρων. Και δεν είναι βέβαια απορίας άξιον, ότιχαρακτηρίζει κανείς ως απραγματοποίητο ένα σχέδιο κοινωνικής μεταβολής, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε στην ιστορία. Δεύτερον όμως, τα κριτήρια του ανέφικτου που διατυπώνει ο Καρλ Μαννχάιμ, είναι και κατά τούτο ακατάλληλα, επειδή ενδέχεται, κάλλιστα, να παρεμποδίζεται η πραγμάτωση ενός επαναστατικού σχεδίου, από αντίρροπες δυνάμεις και αντιδραστικά κινήματα, που μπορούν να εξουδετερωθούν – και που εξουδετερώνονται – ακριβώς κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Εξ ου και είναι αμφισβητήσιμο, αν μπορεί ν’ αντιτάσσει κανείς στην πραγματοποίηση της επανάστασης την απουσία ορισμένων υποκειμενικών και αντικειμενικών συντελεστών. Ιδίως – και αυτό είναι το ζήτημα, που μας απασχολεί εδώ σήμερα – επειδή η αδυναμία να προσδιορίσουμε, ποια είναι η επαναστατική τάξη στις τεχνικά υπερεξελιγμένες χώρες, δε σημαίνει ότι ο μαρξισμός είναι πια ουτοπία. Οι κοινωνικοί φορείς της επανάστασης – κι αυτό είναι ορθόδοξος Μαρξ -μορφώνονται πρώτο μέσα στην ίδια την επαναστατική διαδικασία, και δεν μπορείς να υπολογίζεις σε μια κατάσταση, όπου βρίσκονται πρόχειρες «ετοιμοπαράδοτες», τρόπον τινά, οι επαναστατικές δυνάμεις, όταν αρχίζει η επαναστατική κίνηση. Αλλ’ υπάρχει ένα κατά τη γνώμη μου ορθό κριτήριο για να σταθμίσουμε, αν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί η επανάσταση: όταν είναι τεχνικά διαθέσιμες παρούσες οι υλικές και πνευματικές δυνάμεις, που μπορούν να την απεργαστούν, κι ας παρεμποδίζεται η έλλογη χρησιμοποίησή τους από την υφισταμένη οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων. Και απ’ αυτή τη σκοπιά, πιστεύω, ότι μπορούμε πράγματι να μιλάμε σήμερα για το τέλος της ουτοπίας.
Όλες οι υλικές και διανοητικές δυνάμεις, που μπορούν να δραστηριοποιηθούν για την πραγμάτωση μιας ελεύθερης κοινωνίας, είναι εδώ, παρούσες. Το γεγονός, ότι δεν δραστηριοποιούνται, οφείλεται στην ολοκληρωτική επιστράτευση της κατεστημένης κοινωνίας εναντίον των ίδιων της των απελευθερωτικών δυνατοτήτων. Αλλ’ η κατάσταση αυτή δε μεταβάλλει κατά κανένα τρόπο την ιδέα της επανάστασης σε ουτοπία. Είναι δυνατόν – από την οπτική γωνία που υπέδειξα – να εξαλειφθεί η φτώχεια και η δυστυχία· είναι δυνατόν, να καταργηθεί η αλλοτριωμένη εργασία· είναι δυνατόν να καταργηθεί αυτό που ονόμασα «υπερκαταπίεση». Πιστεύω, πως στα σημεία αυτά είμαστε σχετικώς σύμφωνοι· κάτι χειρότερο μάλιστα: ακόμη και οι αντίπαλοί μας συμφωνούν επ’ αυτών μαζί μας. Δεν υπάρχει σήμερα, ακόμη και στην αστική οικονομία, σοβαρός επιστήμων ή ερευνητής, που ν’ αρνηθεί, ότι με τις σύγχρονες τεχνικές παραγωγικές δυνάμεις, τόσο τις υλικές, όσο και τις διανοητικές, είναι δυνατόν να εξαλειφθεί η πείνα και η εξαθλίωση· κι ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα, οφείλεται στην οικουμενική πολιτική μιας καταπιεστικής κοινωνίας. Όμως, παρ’ όλο που στο σημείο αυτό είμαστε σύμφωνοι, δεν διακρίνουμε ακόμη αρκετά σαφώς, τι ακριβώς υποδηλώνει αυτή η τεχνικώς δυνατή κατάργηση της φτώχειας, της κακομοιριάς, και της αλλοτριωμένης εργασίας. Πράγματι, τις ιστορικές αυτές δυνατότητες θα πρέπει εφεξής να τις συλλογιστούμε σύμφωνα με μορφές που να προοιωνίζουν τη ρήξη μάλλον παρά τη συνέχεια με την περασμένη ιστορία, την άρνηση μάλλον παρά τη θετική όψη, τη διαφορά μάλλον παρά την πρόοδο· με άλλα λόγια: τη μεταμόρφωση, την απελευθέρωση μιας βιολογικής διάστασης της ανθρώπινης ύπαρξης, δώθε από την υλική βάση: τη μεταμόρφωση, το μεταβολισμό των ανθρώπινων αναγκών.
Αυτό που κρίνεται στον αγώνα σήμερα είναι η ιδέα μιας νέας ανθρωπολογίας, όχι μόνο σαν θεωρία, αλλά και σαν υπαρξιακός τρόπος, σαν ύφος ζωής. Σκοπός είναι να βλαστήσει και ν’ αναπτυχθεί μια ζωτική ανάγκη, μια ορμή προς ελευθερία· και συγχρόνως ν’ αναπτυχθούν και οι ζωτικές ανάγκες της ελευθερίας – μιας ελευθερίας μάλιστα που δε θα βασίζεται στην έλλειψη, τη στέρηση και την αναγκαιότητα της αλλοτριωμένης εργασίας, ούτε θα περιορίζεται απ’ αυτές. Έτσι μας παρουσιάζεται σαν βιολογικώς απαραίτητο, να αναπτυχθούν ανθρώπινες ανάγκες ποιοτικά διάφορες, ανάγκες νέες με την αυστηρά βιολογική έννοια. Γιατί σαν ζωτική αναγκαία ορμή, η ανάγκη της ελευθερίας δεν υπάρχει ή δεν υπάρχει πια σ’ ένα μεγάλο μέρος του ισοπεδωμένου πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών της κεφαλαιοκρατίας.
Γιατί, στις αναπτυγμένες χώρες της κεφαλαιοκρατίας, το μεγάλο μέρος του ισοπεδωμένου πληθυσμού δεν αισθάνεται, ή δεν αισθάνεται πια την ανάγκη της ελευθερίας σαν ζωτική αναγκαία ορμή. Σε συνάρτηση με τις ζωτικές αυτές ανάγκες η νέα ανθρωπολογία θα πρέπει να συνεπάγεται επίσης και τη γένεση μιας νέας ηθικής, που θα είναι κληρονόμος μαζί και άρνηση της ιουδαιο-χριστιανικής ηθικής, που διέπει κατά μέγα μέρος το δυτικό πολιτισμό. Γιατί, ακριβώς η συνέχεια των αναγκών, που αναπτύχθηκαν και ικανοποιήθηκαν μέσα σε μια καταπιεστική κοινωνία, είναι ακριβώς εκείνη που αναπαράγει ολοένα την καταπιεστική κοινωνία μέσα στα ίδια τα άτομα. Τα άτομα αναπαράγουν στις ίδιες τους τις ανάγκες την καταδυναστευτική κοινωνία, ακόμη και μέσα και πέρα από την επανάσταση, κι αυτή ακριβώς η συνέχεια των καταπιεστικών αναγκών είναι που έχει ως τα τώρα εμποδίσει το άλμα από την ποσότητα στην ποιότητα μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Η ιδέα αυτή υποδηλώνει, ότι οι ανθρώπινες ανάγκες έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Πέρα από τη ζωικότητα, όλες οι ανθρώπινες ανάγκες – συμπεριλαμβανομένης και της γενετήσιας (τηςσεξουαλικότητας) είναι ιστορικά καθορισμένες και ιστορικά μετατρέψιμες. Και η ρήξη με τη συνέχεια των αναγκών, που ενέχουν ήδη μέσα τους την καταπίεση, το άλμα στην ποιοτική διαφορά, δεν είναι κανένα μύθευμα, αλλά ενυπάρχει μέσα στην ίδια την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η ανάπτυξη αυτή των παραγωγικών δυνάμεων έχει φτάσει σήμερα σ’ ένα επίπεδο, που απαιτεί την αφύπνιση νέων ζωτικών αναγκών, για να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στις ίδιες της τις δυνατότητες.
Ποιες είναι αυτές οι τάσεις των παραγωγικών δυνάμεων, που καθιστούν δυνατό το πήδημα από την ποσότητα στην ποιότητα; Πριν απ’ όλα η τεχνολόγηση της κυριαρχίας. Η προοδευτική μείωση της φυσικής(σωματικής) εργατικής δύναμης μέσα στην διαδικασία της παραγωγής, της υλικής διαδικασίας της παραγωγής. Καθώς η υλική εργασία υποκαθίσταται όλο και περισσότερο από μια εγκεφαλική, νευρική, εργασία – η κοινωνικά απαραίτητη εργασία συγκεντρώνεται στην τάξη των τεχνικών, των επιστημόνων, των μηχανικών – προοιωνίζοντας έτσι τη δυνατότητα απελευθέρωσης από την αλλοτριωμένη εργασία. Βλέπετε, πρόκειται, φυσικά, για τάσεις μόνο· αλλ’ οι τάσεις αυτές εκπηγάζουν μέσ’ από την ίδια την εξέλιξη της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και είναι απαραίτητες για τη συντήρησή τους. Αν η κεφαλαιοκρατία δεν κατορθώσει να εκμεταλλευθεί τις νέες αυτές δυνατότητες των παραγωγικών δυνάμεων και της οργάνωσής τους, πέφτει η παραγωγικότητα της εργασίας κάτω από το επίπεδο, που απαιτεί το ποσοστό του κέρδους. Και αν η κεφαλαιοκρατία ανταποκριθεί σ’ αυτή την απαίτηση κ’ εξακολουθήσει να οδεύει ανενδοίαστα προς την αυτομάτιση, τότεπροσκρούει στα ίδια της τα εσωτερικά όρια: οι πηγές της υπεραξίας, που εξασφαλίζουν τη συντήρηση της εμπορικής κοινωνίας(Tauschgesellschaft: κοινωνία των συναλλαγών) στερεύουν.
Όπως το είχε ήδη εξηγήσει ο Μαρξ στις «Σημειώσεις για την κριτική της πολιτικής οικονομίας», στα «Σχεδιαγράμματα», η ολοκληρωμένη αυτομάτιση της κοινωνικά απαραίτητης εργασίας δε συμβιβάζεται με τη διατήρηση της κεφαλαιοκρατίας. Ο όρος αυτομάτιση δηλώνει συνθηματικά την τάση εκείνη, που πάει ν’ αποδεσμεύσει προοδευτικά την αναγκαία φυσική εργασία – την αλλοτριωμένη εργασία -από την υλική διαδικασία της παραγωγής. Η τάση αυτή οδηγεί πια – και τώρα φτάνω πράγματι, στις «ουτοπικές» δυνατότητες· θα πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε, για να δούμε, στ’ αλήθεια, «υπέρ τίνος νυν ο αγών» -η τάση αυτή οδηγεί σ’ ένα ολικό πείραμα στο επίπεδο της κοινωνίας ολόκληρης. Εξαλείφοντας ριζικά τη φτώχεια, η τάση αυτή θα εξελισσόταν σε παιχνίδι, σε «παιδιά». Θα κινούσε τον άνθρωπο να παίξει με τις δυνατότητες της ανθρώπινης και της εξωανθρώπινης φύσης, να τις κάνει περιεχόμενο της κοινωνικής εργασίας· και μέσα στην εργασία, η δημιουργική δύναμη της φαντασίας θα μετουσιωνόταν σ’ εξασκημένη παραγωγική δύναμη, που αυτοσχεδιάζει ελεύθερα τις δυνατότητες μιας ελεύθερης ανθρώπινης ύπαρξης πάνω στη βάση της ομόλογής της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά για να μην καταντήσουν όπλα καταδυνάστευσης οι τεχνικές αυτές δυνατότητες, για να μπορέσουν να επιτελέσουν την απελευθερωτική τους λειτουργία, θα πρέπει να εκμαιεύονται και ν’ ανακρατιούνται από ανάγκες απελευθερωτικές και ικανοποιημένες, λυτρωτικές και λυτρωμένες.
Αν δεν υπάρχει στον άνθρωπο η ζωτική ανάγκη, να καταργήσει την (αλλοτριωμένη) εργασία, αν απεναντίας υφίσταται η ανάγκη να εξακολουθεί να εργάζεται, ακόμη κι όταν αυτό δεν είναι κοινωνικά αναγκαίο· αν δεν αισθάνεται ο άνθρωπος τη ζωτική ανάγκη της χαράς, την ανάγκη ν’ απολαύσει την ευτυχία του με καθαρή συνείδηση, αλλ’ απεναντίας τού χρειάζεται να κερδίζει τα πάντα μέσα σε μια άθλια και κακομοιριασμένη ζωή· όταν αυτές οι ζωτικές ορμές δεν υπάρχουν ή έχουν στραγγαλιστεί από τις καταδυναστευτικές ανάγκες – τότε το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε είναι, ότι κι οι νέες τεχνικές δυνατότητες θα γίνουν και πάλι νέες καταπιεστικές δυνατότητες της κυριαρχίας. Ξέρουμε πια, τι και πόσα μπορούν να προσφέρουν σήμερα η κυβερνητική και οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι στον ολοκληρωτικό έλεγχο της ανθρώπινης ύπαρξης. Οι νέες ανάγκες, που θα ήταν, αλήθεια, η «καθορισμένη άρνηση» των καταπιεστικών αναγκών, εμφανίζονται στην αρχή σαν άρνηση των αναγκών, που υποβαστάζουν το σημερινό κυριαρχικό σύστημα καθώς και των αξιών, που τις αναβαστάζουν: π.χ. η άρνηση του «αγώνος επιβιώσεως»· ο αγώνας αυτός είναι, υποτίθεται αναγκαίος, κι όλες εκείνες οι ιδέες και φαντασίες, που υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν να καταργηθεί, αντιλέγουν στους υποτιθέμενους φυσικούς και κοινωνικούς νόμους της ανθρώπινης ύπαρξης· άρνηση της ανάγκης να «κερδίσεις τη ζωή σου»· άρνηση του αξιώματος της «αποδοτικής παραγωγής»· άρνηση του ανταγωνισμού· άρνηση της συμβατικότητας, του απιθάνως πανίσχυρου «συμμορφωτισμού» – μην τύχει και διαφέρεις από τους άλλους! – άρνηση της ανάγκης μιας σπάταλης και καταστρεπτικής παραγωγικότητας, αλληλέγγυας με τον εξολοθρεμό. Άρνηση της θεωρίας, ότι είναι ζωτική ανάγκη η απατηλή καταπίεση των ορμών. Όλες οι καταπιεστικές, «κατεστημένες» ανάγκες θα εύρισκαν την άρνησή τους στη ζωτική ορμή, στη βιολογική ανάγκη της ειρήνης, που, όπως πάρα πολύ καλά γνωρίζετε, δεν είναι καθόλου ζωτική ανάγκη της πλειοψηφίας σήμερα· την ανάγκη ησυχίας, την ανάγκη, να είσαι μόνος -με τον εαυτό σου ή με τον «άλλο» που έχεις διαλέξει αυτόβουλα – την ανάγκη της ομορφιάς, την ανάγκη μιας ευτυχίας «ακέρδιστης», χαριστικής.
Όλα τούτα βιωμένα όχι μόνο σαν ατομικές ανάγκες, αλλά σαν κοινωνική παραγωγική δύναμη, σαν ενεργές κοινωνικές ανάγκες, που θα πρέπει να καθορίζουν την οργάνωση και την κατεύθυνση των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτές οι νέες ανάγκες – καθ’ ο κοινωνική παραγωγική δύναμη – θα καθιστούσαν δυνατή μια ολική τεχνική μεταμόρφωση του βιοκόσμου, και πιστεύω, πως μόνο μέσα σ’ έναν έτσι μεταμορφωμένο βιόκοσμο, θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν νέες ανθρώπινες συνθήκες, νέες διανθρώπινες σχέσεις. Μια τεχνική μετατροπή – μιλώ και πάλι έχοντας υπόψη τις τεχνικά υπερεξελιγμένες κεφαλαιοκρατικές χώρες, όπου μια τέτοια μεταμόρφωση θα σήμαινε: να εξαφανιστούν τα τερατουργήματα της κεφαλαιοκρατικής εκβιομηχάνισης και εμπορίας, ν’ ανοικοδομηθούν εκ βάθρων οι πόλεις και ν’ αποκατασταθεί η φύση, αφού αφανιστεί η λέπρα του κεφαλαιοκρατικού εκβιομηχανισμού.
Ελπίζω, δε χρειάζεται να σας πω, ότι, όταν μιλώ για παραμερισμό της τερατουργικής κεφαλαιοκρατικής εκβιομηχάνισης, δε συνηγορώ για μια ρωμαντική επιστροφή στην προτεχνολογική κατάσταση, αλλ’ αντιθέτως: πιστεύω πως οι απελευθερωτικές δυνατότητες και οι ευλογίες της τεχνικής και του εκβιομηχανισμού, τότε μόνο θα φανούν ολοκάθαρα και χειροπιαστά, όταν θα έχει παραμεριστεί η κεφαλαιοκρατική εκβιομηχάνιση και η κεφαλαιοκρατική τεχνική. Τα γνωρίσματα της ελευθερίας, που υπεδήλωσα εδώ, δεν έχουν, κατά τη γνώμη μου, εκφραστεί επαρκώς στη σκέψη που απεργάστηκε ως τα τώρα την έννοια του σοσιαλισμού· και επανέρχομαι σ’ αυτά, που σας είχα πει στην αρχή της διάλεξής μου. Η ιδέα του σοσιαλισμού έμεινε- και σε μας εδώ – πάρα πολύ εντεταγμένη μέσα στο πλαίσιο της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων, μέσα στο πλαίσιο της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Τούτο ήταν όχι μόνο δικαιολογημένο, αλλά και αναγκαίο στη βαθμίδα εκείνη της παραγωγής ,όπου αναπτύχθηκε η ιδέα του επιστημονικού σοσιαλισμού, αλλ’ αντιθέτως σήμερα χρειάζεται να συζητηθεί τουλάχιστον εκ νέου. Οφείλουμε σήμερα να δοκιμάσουμε, χωρίς ανασχέσεις και χωρίς περιστροφές, να συζητήσουμε και να προσδιορίσουμε την ποιοτική διαφορά, που χωρίζει τη σοσιαλιστική κοινωνία – την ελεύθερη κοινωνία -από τις καθεστηκυίες κοινωνίες, έστω κι αν αυτό φαίνεται γελοίο.
Κι ακριβώς εδώ – τη στιγμή που προσπαθούμε να διατυπώσουμε με μια συνοπτική έννοια τις νέες ιδιότητες της σοσιαλιστικής κοινωνίας – μας έρχεται αυθόρμητα στο νου – έτσι τουλάχιστον το αισθάνομαι εγώ – η αισθητικο-ερωτική διάσταση. Τον όρο «αισθητικός» τον παίρνουμε στην αρχική του διπλή σημασία, δηλαδή σαν μορφή της ευαισθησίας, της «αισθητικότητας» των αισθήσεων και σαν μορφή του βιοκόσμου. Σ’ αυτή τη διπλή σημασία του όρου ενυπάρχει, ίσως, η ποιοτική διαφορά, που προσδιορίζει την ελεύθερη κοινωνία και υποβάλλει το συναπάντημα της τεχνικής και της τέχνης, το συναπάντημα της εργασίας και της παιδιάς. Δεν είναι σύμπτωση, ότι το έργο του Φουριέ ξαναπαίρνει μια νέα επικαιρότητα για την πρωτοποριακή αριστερά διανόηση. Ο Φουριέ και μόνος – αυτό του το αναγνώρισαν ο Μάρξ και ο Ένγκελς, μας φανέρωσε την ποιοτική διαφορά μεταξύ ελεύθερης και ανελεύθερης κοινωνίας και δεν τρόμαξε, εκεί που τρόμαξε ο Μαρξ, να μιλήσει για μια πιθανή κοινωνία, όπου η εργασία θα γινόταν παιχνίδι, μια κοινωνία, όπου η κοινωνικώς αναγκαία εργασία θα μπορεί να οργανωθεί εναρμονισμένη με τις ελευθερωμένες ανάγκες του ανθρώπου. Επιτρέψτε μου, τέλος, να κάνω μια ακόμη παρατήρηση. Έχω ήδη υποδείξει, ότι η κριτική θεωρία, που παραμένει πάντοτε υπόχρεη στον Μαρξ, ότι ακριβώς αυτή η θεωρία, πρέπει να αναδεχθεί τις ακραίες δυνατότητες της ελευθερίας, να αναδεχθεί το σκάνδαλο της ποιοτικής διαφοράς – αν θέλει να μην σταματήσει στη βελτίωση απλώς των κακώς εχόντων. Ο μαρξισμός πρέπει να τολμήσει να μας δώσει έναν ορισμό της ελευθερίας, που να μας αναγκάσει να την συνειδητοποιήσουμε και να την γνωρίσουμε, τέτοια που ποτέ δεν υπήρξε. Κι ακριβώς επειδή οι λεγόμενες ουτοπικές δυνατότητες, δεν είναι καθόλου ουτοπικές αλλά παρουσιάζουν την καθορισμένη άρνηση του γε νυν έχοντος, η συνειδητοποίηση αυτών των δυνατοτήτων και η συνειδητοποίηση των δυνάμεων που τις παρεμποδίζουν και τις διαβάλλουν, απαιτεί από μας ν’ ασκήσουμε μια πολύ εμπράγματη αντιπολίτευση, μιαν αντιπολίτευση ελευθερωμένη απ’ όλες τις ψευδαισθήσεις, αλλ’ ελευθερωμένη επίσης κι από κάθε ηττοπάθεια που με την ύπαρξή της και μόνο προδίδει τη δυνατότητα της ελευθερίας στο γε νυν έχον.
* Απόσπασμα από το βιβλίο ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΜΑΡΚΟΥΖΕ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, Εκδόσεις ΗΡΙΔΑΝΟΣ, Αθήνα 1971 Σειρά: Κριτικές Σπουδές στη Φιλοσοφία, Τίτλος του πρωτοτύπου: Herbert Marcuse, Psychoanalyse und Politik, EuropäischeVerlagsanstalt Frankfurt Europa Verlag Wien Μετάφραση: ΗΡΩ ΛΑΜΠΡΟΥ
** Η φωτογραφία από το βιβλίο Momentarily – learning from mega – events. Παραχωρήθηκε – στο βιβλίο – από τον Jerry Zaslove κι έχει τραβηχτεί από τον Wayne Wiens. Ο Μαρκούζε μιλάει σε 1.300 φοιτητές στο Simon Fraser University στον Καναδά.
Πηγή: ilesxi.wordpress.com
ΠΗΓΗ