ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗΣ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ, ΠΟΥ ΔΕΧΘΗΚΕ Η ΑΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ INDYMEDIA

Το κείμενο που ακολουθεί, αποτελεί μια τοποθέτηση της Συσπείρωσης Αναρχικών μ’ αφορμή την καταγγελία του Σώματος της Απολογιστικής Συνέλευσης του Athens Indymedia για όσα συνέβησαν στις 2-12-2022, κατά την διάρκεια της ανοικτά καλεσμένης απολογιστικής του Indymedia και συγκεκριμένα την καταγγελία για «τραμπουκισμούς», «απειλές», «εκβιασμούς», «επιβολή ομερτά» εκ μέρους δεκάδων μελών ή ατόμων προσκείμενων στον Ρουβίκωνα, για ομηρία των συγκεντρωμένων, («κάποια από αυτά τα άτομα καθόντουσαν κοντά στην πόρτα σε μια προσπάθεια να ελέγξουν περιμετρικά όλο τον χώρο αλλά και την είσοδο/έξοδο από αυτόν»), καθώς, όπως περιγράφεται στην ως άνω ανακοίνωση, «Η συγκεκριμένη πολιτική ομάδα επέλεξε να προσπαθήσει να επιβάλει την άποψή της για την ανάρτηση ή μη μιας δημοσίευσης με μαφιόζικους, μάτσο, σεξιστικούς όρους, αλλά και με μιλιταριστικά χαρακτηριστικά».
Η απαγόρευση εκ μέρους του Ρουβίκωνα αφορούσε την δημοσίευση στο Indymedia κειμένου πρώην μέλους του, που βρίσκεται φυλακισμένη για την δολοφονία (ένα τραγικό γεγονός) του συντρόφου της και επίσης μέλους του Ρουβίκωνα. Η τοποθέτηση, που ακολουθεί, διαπνέεται από την σταθερή μας πεποίθηση, ότι η κατανόηση οιουδήποτε ζητήματος είναι ιδιαίτερα δυσχερής, όταν η προσπάθεια ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, αρχίζει από το μέσον, το τέλος ή ένα οποιοδήποτε άλλο σημείο, για λόγους ευκολίας ή σκοπιμότητας, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε λαθεμένες ή εκτός τόπου διαπιστώσεις και συμπεράσματα.
Τα πλοκάμια της λογοκρισίας και της αυτολογοκρισίας.
Μερικές χρήσιμες επισημάνσεις
«[…] αν μεγεθύνατε ένα συνηθισμένο ψύλλο μερικές χιλιάδες φορές, θα βλέπατε το πιο τρομοκρατικό ζώο στον κόσμο, που κανένας δε θα ήταν αρκετά δυνατός να το ελέγξει […] Οι τερατώδεις μορφές της Ιστορίας, όμως, παράγουν τέτοιες μεγεθύνσεις και στον αληθινό κόσμο. Ο Στάλιν είναι ένας ψύλλος, που η μπολσεβίκικη προπαγάνδα και ο υπνωτισμός του φόβου μεγέθυναν σε απίστευτες διαστάσεις».
Το ημερολόγιο του Γκόρκι, σύμφωνα με κάποιο μάρτυρα
«Εκβιαστής ονομάζεται εκείνος, που με την βία ή την απειλή βίας προσπαθεί να καταναγκάσει κάποιον ή κάποιους να δεχτούν είτε να πράξουν προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, είτε να σιωπήσουν, είτε να ομολογήσουν, είτε να αποδεχτούν μία κατάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ελληνιστική εποχή ο εκβιαστής ταυτιζόταν με τον τύραννο, τον καταπιεστή. Και πράγματι, μέχρι τις ημέρες μας είναι σπάνιο (αν και όχι απίθανο) να περηφανεύεται κάποιος, επειδή εκβιάζει συστηματικά ή έστω περιστασιακά για να πετύχει τους σκοπούς του».
Εκλογές, ένα μονόπρακτο εκβιασμού
με τους ίδιους πρωταγωνιστές και κομπάρσους,
Συσπείρωση Αναρχικών, Διαδρομή Ελευθερίας φ. 145, Ιανουάριος 2015
Όπως έχουμε τονίσει στο παρελθόν, η άσκηση, καθώς και η τυχόν αποδοχή, άμεση ή έμμεση, κάθε είδους εκβιασμού δεν είναι γεγονότα «στιγμιαία», επειδή οι συνέπειές τους δεν αρχίζουν και τελειώνουν στα άμεσα, φανερά και απτά αποτελέσματα, που υποδηλώνονται, επιδιώκονται ή κατ’ αρχήν εξασφαλίζονται σε κάθε περίπτωση. Λόγου χάριν, η αποδοχή ενός εκβιασμού επιβάλλει την ένταξη και την λειτουργία, πλέον, εντός ενός απαγορευτικού πλαισίου, έτσι ώστε ο εκβιαζόμενος να νιώθει «ασφαλής». Αυτό το πλαίσιο, που υποτίθεται προσφέρει «προστασία», το ορίζει κάθε φορά εκείνος, ή εκείνοι, που εκβιάζουν και φυσικά αφορά τον έλεγχο τόσο των πράξεων, όσο και του λόγου και επομένως της σκέψης του εκβιαζόμενου.
Ο εκβιασμός και δη ο πολιτικός είναι συνυφασμένος και με κάτι ακόμη: το ψέμα. Και γιατί το ψεύδος, θ’ αναρωτηθεί κάποιος, στεγάζει κάθε είδους εκβιασμό;
Γιατί, πρώτα απ’ όλα, η αποδοχή του εκβιασμού παρουσιάζεται ως μια κατάσταση αναπόδραστη, δίχως επιλογές, δίχως διαφυγή, με την υποταγή και την συμμόρφωση να προβάλλονται ως μονόδρομος επιβίωσης. Έτσι, το ψεύδος συντηρεί τον εκβιασμό, τον δυναμώνει. Και όσο το ψέμα αυτό γίνεται αποδεκτό, όσο απλώνει τα πλοκάμια του, άλλο τόσο ο εκβιασμός ή οι εκβιασμοί πετυχαίνουν τον σκοπό εκείνων που τους ασκούν.
Αλλά, δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος.
Μήπως μπορούμε να φανταστούμε κάποιον ή κάποιους να έχουν λόγο να επιβάλλουν την αναζήτηση της α-λήθειας και μάλιστα στ’ όνομα της αναρχίας; Αστεία πράγματα. Η αναζήτηση της αλήθειας είναι βασικό συστατικό της αναρχικής στάσης και προοπτικής. Η αναζήτηση της α-λήθειας, όμως, δεν επιβάλλεται, αντίθετα το ψεύδος, όπως γνωρίζει κάθε μορφής εξουσία, υπάρχουν χίλιοι λόγοι να επιβληθεί. Η μη απόκρυψη ή η παραποίηση γεγονότων, όπως και η έκφραση των σκέψεων, χωρίς υποκρισία ή υστεροβουλία, συμβάλλουν αναμφίβολα σ’ αυτή την κατεύθυνση.
Και οι μισές «αλήθειες» είναι πάντοτε τεράστια ψέματα. Η τεχνική είναι απλή. Η σαφήνεια πνίγεται, όταν σκοπίμως επιλέγεται και αναδεικνύεται ένα συγκεκριμένο συστατικό ενός συμβάντος με σκοπό να επιβληθεί και μάλιστα ασυζητητί η διαρκώς παραποιημένη «αλήθεια». Οποιαδήποτε αντίρρηση κηρύσσεται απαγορευμένη και τιμωρητέα, βαπτίζεται «βλασφημία» και «προσβολή», ενώ οι εμφανιζόμενοι ως «κέρβεροι» υπόσχονται διαρκή επαγρύπνηση για την πάταξη κάθε «παρέκκλισης» και «προδοσίας».
Πρόσφατα, ένας «παλιός» αριστερός δημοσιογράφος περιέγραφε το σύνδρομο της μαφίας, το οποίο κατά την γνώμη του κατατρέχει επί δεκαετίες το ΚΚΕ, αλλά και τον Σύριζα και τους οπαδούς του. Όπως εξήγησε, «οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε μια ομάδα, η οποία έχει μια ιδεολογία, είτε πρόκειται για ποδοσφαιρική, είτε για ποινική εγκληματική (κι αυτές έχουν ιδεολογίες), είτε για οικογενειακή (και οι οικογένειες έχουν ιδεολογίες που λέγονται παραδόσεις), είτε για πολιτική, φτάνουν στο σημείο να υπερασπίζονται την ομάδα ακόμα κι αν αυτή πράττει αντίθετα με την ιδεολογία της. Έτσι, το σύνδρομο αυτό οδηγεί, κυρίως στην οικογένεια και στην πολιτική, να θεωρείται προδότης, όχι εκείνος που δεν υπερασπίζεται την ιδεολογία, άλλα εκείνος που δεν υπερασπίζεται την ομάδα, ακόμα κι αν η ομάδα δρα αντίθετα με την ιδεολογία. Αντιθέτως, εκείνοι, οι οποίοι υπερασπίζονται την ομάδα, ακόμα και αν αυτή προδίδει την ιδεολογία της, θεωρούνται πιστά και συνεπή μέλη».
Η κάθε είδους «φαμίλια», λοιπόν, επιβάλλει την «ομερτά», καταδεικνύει τους «προδότες» θέτοντας την σιωπή ως ιδρυτική πράξη, προτάσσοντας την υπεράσπιση της «τιμής» και της «υπόληψης» ως απαρέγκλιτο όρο επιβίωσης και αναπαραγωγής. Ο «προδότης» ή η «προδότρια» δεν αποτελούν τους μοναδικούς στόχους, αλλά συμπεριλαμβάνονται και όσοι, έστω και «ασθενώς», σχετίζονται μαζί τους λόγω οικογενειακών ή φιλικών σχέσεων. Πρόκειται για την «ενοχή λόγω συσχετισμού». Η «φαμίλια» δικάζει, καταδικάζει και επιβάλλει την τιμωρία. Οι «εξηγήσεις» σε πολλές περιπτώσεις είναι ισχνές ή και αχρείαστες.
Όπως έχουμε εξηγήσει και με άλλη αφορμή, σε αρκετές περιπτώσεις οι πολιτικοί ή κάθε άλλου είδους εκβιασμοί συνοδεύονται από διλήμματα. Μόνο που τα διλήμματα προσφέρουν από μόνα τους, ήδη από την στιγμή που τίθενται, τις απαραίτητες αλυσίδες στον εκβιαζόμενο. Εφ’ όσον, όμως, αποδεχτούμε τα διλήμματα που θέτει ο εκβιασμός, είναι συνήθως δύσκολο να τον απορρίψουμε. Το πεδίο, λοιπόν, που θέτουν τα διλήμματα είναι συγκεκριμένο, επομένως η αποδοχή του δεν περιορίζει απλά τις κινήσεις του εκβιαζόμενου, αλλά προδιαγράφει την αίσια έκβαση για εκείνον που επιδιώκει να επιβληθεί.
Όσοι εκβιάζουν εμφανίζουν την μια όψη του διλήμματος, την οποία θέτουν ως εκείνη που ταυτίζεται με την καταστροφή, το απόλυτο, δυσβάστακτο κακό, την ανυπολόγιστη καταστροφή. Έτσι, επιχειρείται να καμφθεί η όποια αντίσταση, και μέσω του φόβου οι δεύτερες σκέψεις, αφού αυτό που προτείνεται εκβιαστικά πάντα φαντάζει δυσμενές μεν, αντίθετο στην βούληση, αλλά «μικρότερο κακό».
Μπορεί να νοηθεί πολιτική χωρίς εκβιασμούς, χωρίς λογοκρισία;
Όχι, βέβαια, και σε καμία περίπτωση. Απλά, οι λεγόμενες εναλλακτικές πολιτικές καμουφλάρουν τους εκβιασμούς, δίνουν σημασία στα φτιασίδια, προσδοκώντας στα ίδια αποτελέσματα, αλλά σε βάθος χρόνου. Το στοιχείο του εκβιασμού υπάρχει εκ των πραγμάτων σε οποιαδήποτε πολιτική διαπραγμάτευση, με την πίεση άλλοτε να ασκείται σε μικρότερο βαθμό, αλλά παρατεταμένα, άλλοτε με τρόπο έντονο, που αποζητά άμεσα αποτελέσματα και άλλοτε με εναλλαγή της έντασης.
Μήπως οφείλουμε να σιωπήσουμε για το τάδε ή το δείνα ζήτημα, θεωρώντας τα «εσωτερικά», επειδή η δημοσιοποίησή τους θα μας εμπλέξει σε μια «εσωστρέφεια», θα μας «διαιρέσει», ή επειδή αυτή η ενασχόλησή μας θα μας δεσμεύσει από τρέχοντα «φλέγοντα» ζητήματα;
Εδώ, η πολιτική τεχνική, προτάσσοντας την περιβόητη «κινηματική ενότητα», νομιμοποιεί δια της πλαγίας οδού την αυτολογοκρισία και μάλιστα με περίτεχνο τρόπο.
Μόνο που, σ’ αυτή την περίπτωση, η λογοκρισία δεν έπεται, αλλά προηγείται του «λόγου», επομένως η επιτήρηση είναι διαφορετική, οι εντολές τις περισσότερες φορές είναι ασαφείς και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η έκταση τους είναι απεριόριστη, και τελικά οι κανόνες και οι εξαιρέσεις δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια. Άλλωστε, οι ψυχολογικοί μηχανισμοί, που διέπουν την αυτολογοκρισία, αποτελούν κυριολεκτικά μυλόπετρες για την αξιοπρέπεια, την σκέψη και την βούληση κάθε ανθρώπου, με τον εκβιαζόμενο να αυτοπροσαρμόζεται προκαταβολικά για να «ανταμοιφθεί» με την αναγνώριση της παραμονής του εντός κινηματικού ή κομματικού πλαισίου.
Το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ), είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όσον αφορά την επιβολή, εκτός των άλλων, της αυτολογοκρισίας.
Η κεντρική εντολή περί εντοπισμού και τιμωρίας των «δεξιών» και των «αντεπαναστατών» δινόταν στο χαμηλότερο επίπεδο των κομματικών αξιωματούχων με ασαφή τρόπο, με αποτέλεσμα, λόγω του φόβου να μην χαρακτηριστούν «επιεικείς», να εξασφαλίζονται, αβίαστα, τα μέγιστα προσδοκώμενα κατασταλτικά αποτελέσματα. Εκτός αυτού, τα όρια ανάμεσα στην επιτηρούμενη και στην αυτοεπιτηρούμενη κοινωνία καθίστανται, επίσης, ασαφή και δισδιάκριτα.
Εδώ η εναλλαγή της ρητής και άρρητης λογοκρισίας είναι πράγματι εφιαλτική και η ολοκληρωτική εξουσία αποδεικνύεται ιδιαίτερα παραγωγική στην διαδικασία διαμόρφωσης του «νέου ανθρώπου». Οι επιτηρούμενοι αρχίζουν να νιώθουν εν δυνάμει «μολυσμένοι», υποχρεωμένοι να προελέγχουν τις σκέψεις τους, να τις προεγκρίνουν, να συναλλάσσονται «εσωτερικά» με τους λογοκριτές, να νιώθουν ανίσχυροι να διαφύγουν, όχι πλέον από τους ιεροεξεταστές, αλλά από τον ίδιο τους τον εαυτό. Επειδή η οργή του Κόμματος μπορούσε να ξεσπάσει φαινομενικά δίχως λόγο, δίχως να προσδιορίζεται το «λάθος», οι αυτολογοκρινόμενοι ένιωθαν ως διαρκείς στόχοι της επόμενης εκστρατείας εκκαθαρίσεων των «εχθρών του λαού», μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το ρητό «Η πολιτική του Κόμματος είναι όπως η σελήνη, αλλάζει κάθε 15 μέρες» είναι χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, και η πλέον απόλυτη δήλωση πειθάρχησης και συμμόρφωσης στις άδηλες επιταγές του Κόμματος, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει επ’ αόριστον «προστασία», ακόμα και στα πλέον πιστά και επιφανή κομματικά στελέχη.
Στην Σοβιετική Ένωση, το κομμουνιστικό καθεστώς είχε κατορθώσει να επιστρατεύσει 70.000 γραφειοκράτες για την επιτήρηση των δραστηριοτήτων περίπου 7.000 συγγραφέων. Αυτό το πολυπληθές σώμα των επιτηρητών-λογοκριτών έψαχνε μανιωδώς παντού κωδικοποιημένα μηνύματα, που στόχευαν στον χλευασμό του κομμουνιστικού καθεστώτος, ενώ οι πολίτες ενθαρρύνονταν να υποπτεύονται και να κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλο, με τον ιστό της αράχνης να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο. Η ακατάπαυστη αυτή κρατική απειλή, δεν είναι τυχαίο ότι στόχευε, με αδυσώπητο τρόπο, τους λογοτέχνες και εν γένει τους συγγραφείς.
Το τσαρικό σύστημα λογοκρισίας αντικαταστάθηκε εξ αρχής γοργά και με τον «λειτουργικότερο» για τους μποσλεβίκους τρόπο. Ο Λένιν, αναλαμβάνοντας την ηγεσία το 1922, ίδρυσε το κεντρικό γραφείο λογοκρισίας, γνωστό και ως Glavlit, δηλαδή ως Κεντρική Διεύθυνση Λογοτεχνικών Υποθέσεων και Δημοσιεύσεων. Εδώ η λογοκρισία βασίστηκε στην μαρξιστική θεωρία και προφητεία περί ενός εξελικτικού ιστορικού σχεδίου και μιας κοινωνιολογίας της γνώσης, σύμφωνα με την οποία, η αληθινή και αντικειμενική γνώση οφείλει να σχετίζεται με μια συγκεκριμένη ταξική θέση, εκείνη του προλεταριάτου.
Αυτός ο «μονόδρομος» για την γνώση, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του κόμματος, είναι δεδομένος και βασισμένος στην ετυμηγορία του Λένιν, που διαβεβαίωνε ότι η ελευθερία της μπουρζουαζίας δεν είναι παρά συγκαλυμμένη εξάρτηση, ότι η πραγματική ελεύθερη λογοτεχνία θα είναι «απροσπέλαστη, δεσμευμένη στο προλεταριάτο», «κομματική λογοτεχνία», που θα επιδεικνύει παρτίινοστ, ένας όρος που αρχικά σήμαινε «κομματική συνείδηση», αλλά υπό την επιρροή του Λένιν κατέληξε να σημαίνει «απόλυτη αφοσίωση στο Κόμμα».
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο M. J. Coetze στο βιβλίο του Περί Λογοκρισίας, «Το αίτημα για παρτίινοστ συνδυάστηκε με το αίτημα για ιντέινοστ (ιδεολογική συνείδηση) και για ναρόντνοστ (λαϊκή συνείδηση). Το αίτημα για εθνική συνείδηση χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει την ανάγκη να είναι η τέχνη κατανοητή στις μάζες. Στην πράξη όμως, αφού το Κόμμα και καθόριζε την ιδεολογία και εκπροσωπούσε τον λαό, η ιδεολογική συνείδηση και η εθνική συνείδηση αφομοιώθηκαν στην κομματική συνείδηση. Επιπλέον, δεδομένου του ότι, σύμφωνα με την μαρξιστική-λενινιστική θεωρία περί ιδεολογίας, οι ιδέες εξυπηρετούν και αντανακλούν ταξικά συμφέροντα, οι ιδέες που αποκλίνουν από τις κομματικές ιδέες μπορούν να εξυπηρετούν μόνο συμφέροντα ‘‘ξένα προς το προλεταριάτο’’ (Καρλ Ράντεκ, 1934)».
Η κομμουνιστική παράδοση, λοιπόν, παραμένει άκρως διδακτική όσον αφορά τη λογοκρισία, και την αντιμετώπιση της «παράβασης» και των «παραβατών», για τους οποίους συχνά προβλεπόταν ακόμη και η απαγόρευση μιας απλής αναφοράς του ονόματός τους χωρίς την προηγούμενη «ειδική» έγκριση των «κεντρικών υπηρεσιών».
CUI BONO;
Ποιος ωφελείται, για το συμφέρον τίνος, για ποιον σκοπό…
«Είδα το παλιό να πλησιάζει, μα ερχόταν σα νέο.
Σερνόταν πάνω σε καινούργια δεκανίκια, που κανένας δεν είχε ξαναδεί και βρομούσε νέες μυρωδιές σαπίλας, που κανείς δεν είχε πριν ξαναμυρίσει».
Μπέρτολτ Μπρεχτ
Προσπαθήσαμε να εκθέσουμε, όσον τον δυνατόν πιο λειτουργικά, ορισμένες σκέψεις και απόψεις, που μας έχουν απασχολήσει έντονα τόσο στο κοντινό, όσο και στο απώτερο παρελθόν, μακριά από λογικές «κριτών» και «κρινόμενων», «ελεγκτών» και «ελεγχόμενων», «δικαίων» και «αδίκων».
Δεν διεκδικήσαμε στο παρελθόν το αλάθητο, ούτε το διεκδικούμε τώρα. Τα ζητήματα καταστολής στο εσωτερικό του λεγόμενου «χώρου» δεν είναι καινούργια και ούτε σχετίζονται για πρώτη φορά, φανερά ή μη, με «εξωγενείς» παράγοντες. Τα ζητήματα αυτά τεχνηέντως ταυτίζονται από ορισμένους με διαφωνίες, διαπάλη ιδεών και συγκρουσιακές ασυμφωνίες.
Δεν είναι έτσι και το γνωρίζουν. Μια κατασταλτική κίνηση διακρίνεται από συγκριμένα εξουσιαστικά χαρακτηριστικά και επιδιώξεις και όχι απλά με όρους αισθητικής, όπως πιστεύουν ορισμένοι, οι οποίοι αναρωτιούνται: «καλά περίμεναν να ελέγξουν μια κινηματική δομή αντιπληροφόρησης με παραγγέλματα τύπου…«Εγέρθητου! Όλοι όρθιοι! Σε ένδειξη σεβασμού για τον αρχηγό!»; Κατά την γνώμη μας, κάνουν λάθος. Η ουσία μιας κατασταλτικής κίνησης δεν καθορίζεται από την αισθητική της, δεν έχει να κάνει με το περιτύλιγμα ή τις αφορμές, αλλά με τις επιδιώξεις, τα μέσα και το ιδεολογικό της πρόσημο. Ούτε, φυσικά, μπορεί να δικαιολογηθεί, επειδή το Indymedia δεν είναι «άγιο», έχει επίσης ιστορικό λογοκρισίας και προβληματική πολιτική δημοσίευσης, (οπότε μπορούν οι «θιγόμενοι» κάθε φορά να επιδιώκουν να του βάλουν ουσιαστικά λουκέτο) ή επειδή η κατάληψη του Πολυτεχνείου (κτίριο Γκίνη) το 2017 (κατά την διάρκεια του τριημέρου) ήταν ιδιαίτερα προβληματική.
«Όλοι κοιτάζουν τον καυγά και η γριά το μέλι», λέει μια σοφή λαϊκή παροιμία.
Όπως έχουμε τονίσει πρόσφατα, διάφοροι κομματικοί μηχανισμοί μεταπολιτευτικά, κομπορρημονούσαν ανοικτά, ότι είχαν και άσκησαν την δυνατότητα, με διάφορους τρόπους, να διασπούν, να διαλύουν κοινωνικά κινήματα χρησιμοποιώντας, μάλιστα, κατά κόρον την κατασυκοφάντηση, όταν θεωρούσαν ότι ανεξέλεγκτα «στοιχεία» προσδίδουν μια ανεπιθύμητη δυναμική στους κοινωνικούς αγώνες.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση, μέσω της αθόρυβης «επίλυσης», κινήθηκε και η κατασκευή ή ενδυνάμωση παράλληλων οργανώσεων, ο έλεγχος ήδη υπαρχουσών, που ενέτεινε τις διαιρέσεις, και λειτούργησε ως δούρειος ίππος, εκμεταλλεύθηκε την ανομοιογένεια των κινητοποιούμενων και διευκόλυνε περεταίρω την απόσυρση των οργανωμένων κομματικών δυνάμεων από διάφορους διεκδικητικούς αγώνες, κοινωνικούς αγώνες και συγκρούσεις, την κατάλληλη στιγμή.
Η μπολσεβικοποίηση τμημάτων του λεγόμενου «χώρου», λοιπόν, που παρατηρούν όψιμα πολλοί σύντροφοι, έχει ρίζες σε πολύχρονες διαδικασίες, οι οποίες έχουν, όμως, μια κοινή ιδεολογική «βεβαιότητα», ένα κοινό κεντρικό πολιτικό αφήγημα: «η αναρχία είναι μέρος και προσάρτημα της αριστεράς».
Δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να επεκταθεί περεταίρω σ’ αυτό το ζήτημα, παρ’ όλα αυτά και σε ό,τι μας αφορά, είμαστε αναρχικοί και δεν εργαζόμαστε για την κατασκευή μιας κινηματικής εξουσίας, ενός αντι-κόμματος που όχι μόνο αναπαράγει τα εξουσιαστικά στερεότυπα, αλλά τα εμπλουτίζει, πίσω από προφάσεις περί «οργανωτικών ανεπαρκειών» του «κόσμου του αγώνα», βαρύγδουπων «πολιτικών οργανώσεων», που μπαίνουν στην «πρώτη γραμμή των αγώνων», που έχουν ως δήθεν ιστορικό τους καθήκον την ανάληψη της κινηματικής καθοδήγησης και βέβαια τον έλεγχο δομών κινηματικής αντιπληροφόρησης. Οι οπλατζίδικες λογικές, η περιφρούρηση «ζωτικών χώρων» από πολιτοφυλακές που αυτό-νομιμοποιούνται …στ’ όνομα του κινήματος, δεν αποτελούν και δεν θα αποτελέσουν μέρος της αναρχικής παράδοσης, η οποία, ούτως ή άλλως, δεν εκπροσωπείται.
Ο καθείς, θα πείτε, δικαιούται να διαλέξει τον δρόμο του. Να δοξάζει ή να διαφημίζει τις σχέσεις του με τον Συριζα ή πλέον με το ΚΚΕ, να προσκυνάει σφυροδρέπανα, να τραγουδάει από το πρωί μέχρι το βράδυ τον ύμνο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, να ορκίζεται στ’ όνομα του κομμουνισμού και του λενινισμού και του λαϊκού κινήματος. Και να κάνει πλέον, μόνο αυτό. Αυτή η έρμη η αναρχία, όμως, γιατί να ταλαιπωρείται από εκείνους που εξακολουθούν να έχουν δυο πόδια σε δυο βάρκες;
Και κάτι ακόμη, για ορισμένους πάλαι ποτέ συντρόφους. Αν θυμούνται βέβαια ακόμη.
Finis coronat opus, δηλαδή, Το τέλος στεφανώνει το έργο.
Συσπείρωση Αναρχικών
14-6-2023
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com