Βιβλίο: «Πολυτεχνείο 1973. Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει», του Ι. Λύκαρη
Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη, Πολυτεχνείο 1973. Το αίμα το αδικαίωτο ποτέ δεν ησυχάζει (εκδόσεις Καστανιώτη), μια πολύτιμη συνεισφορά στη βιβλιογραφία για την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73, μια μελέτη που θα αποτελέσει ένα από τα πιο χρήσιμα έργα αναφοράς για τη νέα γενιά και τους ιστορικούς του μέλλοντος.
Μπορούμε να δούμε αυτό το βιβλίο σαν ένα δίπτυχο: από τη μια πλευρά το όργιο της φονικής καταστολής που ξεκίνησε το βράδυ της Παρασκευής 16.11 και εξαπλώθηκε το Σάββατο 17.11 στο κέντρο και σε συνοικίες της Αθήνας ενώ ακόμα και την Κυριακή 18.11 δεν είχε καταλαγιάσει. Πρόκειται για ένα «ατιμώρητο καθεστωτικό έγκλημα πολέμου» με 24 επιβεβαιωμένους (μέχρι στιγμής) νεκρούς και τουλάχιστον πάνω από 1.103 τραυματίες. Και από την άλλη πλευρά, ο ηρωισμός, η υπέρβαση του φόβου και η περιφρόνηση του θανάτου, το πάθος για ελευθερία που έδειξαν η νεολαία και ο λαός της Αθήνας μέσα κι έξω από τα κάγκελα.
Αδικαίωτα δεν παραμένουν μόνο τα συνθήματα και τα αιτήματα του Πολυτεχνείου: αδικαίωτο, στην κυριολεξία, παραμένει το αίμα που χύθηκε αφού οι περισσότεροι πρωταίτιοι της σφαγής, στις δύο δίκες της μεταπολίτευσης (1975 και 1977), τιμωρήθηκαν με ποινές-χάδι, ενώ αρκετοί κρίθηκαν στο τέλος αθώοι και βγήκαν από τη φυλακή. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, αυτό οφείλεται και στη «βελούδινη» παράδοση της εξουσίας από τη χούντα στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Δύο εικοσιτετράωρα μετά την ανάληψη της εξουσίας, η νέα κυβέρνηση εξέδωσε το εξοργιστικά «συμψηφιστικό» Προεδρικό Διάταγμα 519 «Περί χορηγήσεως αμνηστίας», που εξασφάλισε το ακαταδίωκτο των συνεργατών της δικτατορίας. Η λεγόμενη «αποχουντοποίηση» ήταν επιδερμική.
Το βιβλίο του Ι. Λύκαρη, προϊόν πεντάχρονης επίπονης έρευνας, δεν είναι μια ιστορική μελέτη, αλλά μια οργανωμένη, μεθοδική σύνθεση ενός μεγάλου όγκου υλικού το οποίο παραμένει δυσεύρετο ή και σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο (πρακτικά δικών, τύπος της εποχής, απόρρητα αστυνομικά έγγραφα, καταστάσεις νοσοκομείων κ.ά.). Το υλικό αυτό — οι αριθμοί, ο τόπος και ο χρόνος — «μιλά» μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Δεν κραυγάζει, δεν επιδιώκει να προκαλέσει εύκολη συγκίνηση. Βήμα το βήμα, μέρα τη μέρα, δρόμο τον δρόμο το βιβλίο ιχνηλατεί και ξεδιπλώνει τη σφαγή, αλλά και το αντίθετό της, την αντίσταση. Εδώ η τεχνολογία αποδείχτηκε σύμμαχος της έρευνας, καθώς ο συγγραφέας, με τη βοήθεια ειδικών, συνέταξε βάσεις δεδομένων και διαφωτιστικούς πίνακες για τα θύματα της καταστολής (ηλικία, φύλο, κοινωνική σύνθεση κ.ά) με στοιχεία που επιτρέπουν την εξαγωγή ψύχραιμων και αντικειμενικών συμπερασμάτων. Ένα από αυτά τα συμπεράσματα, που έχουν πολιτικό και όχι απλά ποσοτικό χαρακτήρα, είναι ότι το Πολυτεχνείο δεν ήταν υπόθεση μόνο των φοιτητών, μόνο των εγκλείστων στο ΕΜΠ. Το «μέσα» και το «έξω» ήταν αδιαχώριστα.
Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Μέσα από τη φωτιά των φραγμάτων πυρός ξεπροβάλλουν το μέγα πάθος, η επίμονη μαχητικότητα και η συντροφική αλληλεγγύη των ανθρώπων που βρέθηκαν να διαδηλώνουν δίπλα-δίπλα, να σώζουν τραυματίες και τελικά να πεθαίνουν ή να τραυματίζονται και οι ίδιοι, χωρίς να ξέρει ο ένας το όνομα του άλλου: στοιχεία που προσέδωσαν στην αυθόρμητη εκκίνηση της φοιτητικής κατάληψης τον χαρακτήρα γνήσιας λαϊκής εξέγερσης».
ΠΗΓΗ: info-war.gr