We shall overcome – Για το νέο βιβλίο του Χριστόφορου Κάσδαγλη “1983”

Χριστόφορος Κάσδαγλης
1983
Καστανιώτης 2019 | Σελίδες 464
We shall overcome | Του Παναγιώτη Βλάχου
Το «1983» του Χριστόφορου Κάσδαγλη θα μπορούσε πράγματι να είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης. Βίαιης ή λιγότερο βίαιης, λίγη σημασία έχει. Εάν είναι έτσι, τίθεται το ερώτημα: ενηλικίωση για ποιον; Για τον ήρωα, τον αναγνώστη, την κοινωνία; Και, ακόμη περισσότερο, ενηλικίωση σε ποια δεκαετία; Στη δεκαετία του ’80 ή σε αυτή που ανοίγεται πλέον μπροστά μας; Στην δεύτερη περίπτωση μιλάμε για επιθυμία ενηλικίωσης.
Δεν αρκεί ωστόσο μόνο αυτό για να το περιγράψει. Η μνήμη είναι χρόνος που τον ζυμώνεις και τον ξαναζυμώνεις και κάθε φορά όλο και κάτι διαφορετικό προκύπτει.
Η δεκαετία του ’80 είναι η πλέον παράξενη δεκαετία. Έχουν γίνει αναφορές γι’ αυτήν, έγιναν εκθέσεις, έχουν γραφτεί πράγματα, αλλά παραδόξως συνεχίζει να παραμένει σιωπηλή. Υπάρχει κάτι σε αυτήν που δεν λέγεται, δεν ονοματίζεται. Είτε υπάρχει κάτι σαν όρκος σιωπής, ομερτά, είτε ένα πλεόνασμα νοημάτων και συναισθημάτων χωρίς τις αντίστοιχες λέξεις για να τα εκφράσουν.
Υπάρχει φυσικά η πολιτική. Η πολιτική με τα διαφορετικά πρόσωπά της. Είναι η δεκαετία μιας αλλαγής και των διαφορετικών προσδοκιών. Ο τρόπος εντούτοις να μιλάς για την πολιτική ή να λειτουργείς με την πολιτική άλλαζε.
Η αντίληψη για την ζωή άρχισε να διευρύνεται. Εκτός από τον homo politicus δημιουργούνταν ο homo universalis. Ένας κόσμος πιο ανοιχτός. Μπορούσες να μιλάς με όρους κομμάτων, μπορούσες και χωρίς αυτά. Από την άλλη η εξέγερση του Πολυτεχνείου απείχε μόλις δέκα χρόνια. Σίγουρα όχι για όλους. Για τους νεότερους μιλάω. Στους παλαιότερους η ιστορία είχε σμιλεύσει επάνω τους τις απόλυτες αποφάσεις της παρά τις αντιφάσεις της.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται σε πρώτη ανάγνωση ο βασικός ήρωας του βιβλίου. Ένας ήρωας διχασμένος ανάμεσα στην αριστερά των θυσιών, της εξορίας, των πάντα αισιόδοξων ανθρώπων, αλλά ταυτόχρονα και της ιεραρχικής δομής, (διαφορετικής ωστόσο όπως αναφέρει από εκείνη της ορθοδοξίας), και στην αναζήτηση ενός άλλου τρόπου ζωής που να περιλαμβάνει μεν αυτά, αλλά ριζικά διαφορετικού.
Έναν ήρωα που ο αποχωρισμός του από την οικογενειακή εστία έγινε με πρωτοβουλία όχι του ίδιου, έναν ήρωα διχασμένο ανάμεσα σε δύο γυναίκες, που δεν γνωρίζει αν πρέπει να τις φλερτάρει και δεν τις φλερτάρει, που άλλα θέλει να τους πει και άλλα κάνει, που δεν αναγνωρίζει πώς βρέθηκε σε μία σχολή που απεχθάνεται και ταυτόχρονα αναβάλλει να την τελειώσει. Ένα ήρωα που διαισθάνεται πως έχει μεν ταυτότητα αλλά κάπου την έχει χάσει. Είναι στο σημείο καμπής, στη μετάβαση. Είναι η στιγμή που θέλει να κάνει τα πάντα και τίποτα. Πολύ δε περισσότερο όταν αντιλαμβάνεται πως η πολιτική, με την οποία τα έβγαζε κουτσά- στραβά πέρα στο νόημα της ζωής, στην πραγματικότητα μετατρέπεται αργά αλλά σταθερά σε έναν Μάσα-Σιδερομάσα που στο τέλος παράγει νομενκλατούρα.
Είναι γνωστό πως ο αποχωρισμός είναι από τις πιο δύσκολες διαδικασίες στη ζωή ενός ανθρώπου. Φαινομενικά η συνάντησή του με την δημοσιογραφία προκύπτει από ανάγκη επιβίωσης. Είναι έτσι; Πιθανόν. Φυσικά είναι ένας δρόμος, μία διέξοδος, μια επιλογή, μια πρόκληση. Ωστόσο η εποχή κατέγραφε επιπλέον μια περίεργη στατιστική. Όσοι αισθάνονταν εγκλωβισμένοι σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα έψαχναν να βρουν διέξοδο σε σπουδές κινηματογράφου, ή ψυχολογίας, ή δημοσιογραφίας. Με αυτή την σειρά άλλωστε άνοιγαν και οι αντίστοιχες ιδιωτικές σχολές. Σε άλλες περιπτώσεις έφευγαν στο εξωτερικό. Δεν ήταν οικονομικοί μετανάστες, ούτε κατ’ ανάγκη γόνοι πλούσιων οικογενειών. Κάτι από τη ζωτικότητά τους μπλόκαρε στην Ελλάδα κι επιζητούσαν να φύγουν. Πιο ποιητικά ήταν τα άτακτα πουλιά.
Ο Χριστόφορος Κάσδαγλης κατασκευάζει έναν αντιήρωα. Έναν αβόλευτο τύπο με ευαισθησίες, λίγο τζογαδόρο, παρόντα και απόντα ταυτόχρονα. Στην πραγματικότητα αναπαριστά μια φιγούρα, μια ψυχολογική στάση κάποιων ανθρώπων στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αυτός ωστόσο ο αντιήρωας δεν φαίνεται να συναντήθηκε στο βιβλίο με άλλους αλλόκοτους αντιήρωες της εποχής. Αναφέρομαι σε κάποιους εξεγερμένους, που αποσιωπήθηκαν, που αποτέλεσαν το απόρριμμα των μεγάλων θεωρητικών σκέψεων και των μεγάλων σχεδίων. Πιθανόν να συναντήθηκαν για λίγο στην κατάληψη, έριξαν προφανώς μια ματιά ο ένας στον άλλον και τράβηξαν άλλους δρόμους. Θα είχε ενδιαφέρον.
Το βιβλίο εκτός από «1983» θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται «κατάληψη». Η λέξη υπάρχει άλλωστε εκεί στο κάτω μέρος του εξωφύλλου, είτε ως επίδοξος εισβολέας, είτε ως αναχωρητής. Όποιος δεν έχει συμμετάσχει σε μία κατάληψη αδυνατεί να κατανοήσει αρκετά πράγματα απ’ όσα συμβαίνουν εκεί. Τουλάχιστον όσα συνέβαιναν παλαιότερα.
Σίγουρα δεν σχετίζονται με τα τρίλεπτα των δελτίων ειδήσεων για τις φθορές και τη βία που υπαινίσσονται. Ούτε με πρωτοσέλιδα εφημερίδων άλλων εποχών. Είναι μία κατάληψη εξουσίας. Φαντασιακής ίσως που προσδοκά να γίνει πραγματική. Εξ ου και η διαπάλη των πολλών τάσεων, των συγκρούσεων και των συμμαχιών από τα ελάχιστα μέχρι τα μέγιστα. Ο καθένας κουβαλάει εκεί μέσα τον πολιτισμό που τον γέννησε, τον πολιτισμό που τον διαμόρφωσε, την εικόνα του κόσμου που θέλει να δημιουργήσει. Μπορεί να συμβεί; Μάλλον όχι. Ωστόσο είναι ένα σπέρμα πραγματικής συλλογικότητας:
[… Η αλήθεια είναι πως άλλα πράγματα ονειρευόμασταν ως απάντηση στην απάθεια και στη μούχλα του πανεπιστημίου. Παρεμβάσεις στο πρόγραμμα των μαθημάτων, εναλλακτικές διαλέξεις, κριτική των συγγραμμάτων, κοινωνικά εργαστήρια, ανταλλαγές με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Είχαμε επίσης την υψηλή φιλοδοξία να συνδέσουμε το πανεπιστήμιο με την κοινωνία. Να φτιάξουμε ένα παρατηρητήριο για την επίδραση της νομοθεσίας στις εργασιακές σχέσεις. Να εφαρμόσουμε έρευνα πεδίου και στατιστικές μεθόδους ώστε να υπολογίζουμε σε συστηματική βάση τον εναλλακτικό «λαϊκό τιμάριθμο», σε συνεργασία με τα συνδικάτα. Να μπούμε σε φάμπρικες και σε συνεργεία. Να εκπονήσουμε ερευνητικά προγράμματα για την ανεργία. Για τις επιπτώσεις της φορολογίας στην ανάπτυξη … Ήμασταν άτυχοι. Ό,τι προσπαθήσαμε πήγε άπατο μέσα στο γραφειοκρατικό καλούπι που έθεταν το υπουργείο και η σύγκλητος, αλλά και στη στυγνή αδιαφορία της πλειονότητας των καθηγητών, που είχαν άλλες προτεραιότητες …]
Τρελά πράγματα δηλαδή. Είμαστε στο 1983. Αλλά να ένα σπέρμα για μια κατάληψη. Και ό,τι προκύψει. Βέβαια πολλά από αυτά τα έλυσαν αργότερα θεσμοί, με άλλους όρους, για άλλους λόγους και σκοπούς, με άλλου τύπου παρατηρητήρια και τοποτηρητές. Όπως το αντιλαμβάνεται κανείς.
Η κατάληψη του 1983 είναι φαινομενικά μια αποτυχία. Δεν φέρνει την αίγλη άλλων καταλήψεων. Είναι ένα ναυάγιο που όσοι συμμετείχαν δεν μπορούν να το αγνοήσουν. Ανεξάρτητα εάν εκεί στο βυθό της Σχολής φύτρωσε, μεγάλωσε και παραμένει ένα σημάδι υπενθύμισης: ένας κήπος στο αίθριο. Προέκυψε ατομικά, προέκυψε ταυτόχρονα συλλογικά, χωρίς τις απαραίτητες δημοκρατικές διαδικασίες. Έχουν νόημα οι καταλήψεις;
[… Δεν είναι λοιπόν τα αιτήματα, είναι κάτι άλλο, φευγαλέο. Κάτι που έχει σχέση με την συγκυρία, με υπόγεια ρεύματα, με την στιγμή. Με την εφηβεία, με την αδρεναλίνη, με το DNA, με τις υπαρξιακές αγωνίες της κάθε γενιάς …]
Ωστόσο μία κατάληψη είναι ο καθρέφτης μιας “άλλης κατάληψης”. Εδώ βρίσκεται η ουσία. Σε έναν από τους μονολόγους του ήρωα:
[… Γιατί το 1983; Αυτό που ξέρω με σιγουριά είναι ότι, ανεπαισθήτως, κάπου εκείνη την περίοδο άρχισε να χάνεται η μαγεία, εξαπολύθηκε η τελική επίθεση της τηλεόρασης, και αργότερα του ίντερνετ, που είναι η φυσική της προέκταση. Η υπερπληροφόρηση μπούκωνε παθητικούς θεατές με εικόνες και ήχους ώσπου η συγκίνηση συρρικνώθηκε. Αλώθηκε η μοναδικότητα ενός φιλιού, μιας καταδίωξης με αυτοκίνητα ή με άλογα, ο υποδόριος ήχος ενός λουλουδιού που μεγαλώνει σε μια γλάστρα. Αυξήθηκε η ταχύτητα και έμεινε μονάχα ο ίλιγγος …]
Θα πρόσθετα πως ακούγεται διαρκώς στα αφτιά μας η προσταγή του νέου αφέντη: απόλαυσε-απόλαυσε-απόλαυσε. Εις μάτην. Παραμένει το παράπονο. Γιατί δεν απολαμβάνω; Η απόλαυση προϋποθέτει επιθυμία.
Το «1983» είναι ένα βιβλίο ενηλικίωσης; Μάλλον όχι. Είναι ένα κομμάτι ατομικής και συλλογικής μνήμης που παίζει παιχνίδια με το υπόλοιπο παζλ. Και ενώ όλοι πιθανόν να γνωρίζουν πού είναι η θέση του, ενώ προσπαθούν να το ταιριάξουν, εκείνο αντιστέκεται. Όχι πάντως σε όλους. Είναι μια πρόκληση. Οι μη πλανώμενοι, πλανώνται.
Τέλος, δυο λέξεις για το βιβλίο ως υλικό αντικείμενο: εξαιρετική έκδοση.
Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι συγγραφέας και όχι μόνο. Τα βιβλία του εκδίδονται από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
ΠΗΓΗ:http://www.enallaktikos.gr