Ζαπάντ: Η Μεγάλη Χώρα της Σιωπής
Ένα εξαιρετικό κείμενο της ιστορικού Τασούλας Βερβενιώτη για την πολιορκία του Ζαπαντίου και τον «εξοστρακισμό του διαφορετικού στον Δημόσιο λόγο»
Στις 11 Ιούνη 1821, το Βραχώρι (το σημερινό Αγρίνιο), μετά από μάχες και δεκαήμερη πολιορκία, πέφτει στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων. Οι επαναστάτες εγκαθιστούν προσωρινή Αρχή και στρέφουν την προσοχή τους στη διπλανή μικρή κωμόπολη, το Ζαπάντι. Στις 16 Ιούνη ξεκινά η πολιορκία του Ζαπαντίου.
Στην Ημερίδα που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με τίτλο Η πόλη θυμάται, στο Αγρίνιο στις 23 Σεπτέμβρη 2000, η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη ανακοινώνει ένα εξαιρετικό κείμενο, που σας παρουσιάζουμε αμέσως παρακάτω, με αναφορά στο Ζαπάντ και με επίκεντρο τον «εξοστρακισμό του διαφορετικού στον Δημόσιο λόγο»:
Ζαπάντ: η Μεγάλη Χώρα της σιωπής
Το Ζαπάντα ή Ζεμπάν ή Ζαπάντ ή Ζαπάντι ή Μεγάλη Χώρα[1] βρίσκεται Βορειοδυτικά του Αγρινίου και δεσπόζει της Αιτωλικής πεδιάδας. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους εκεί κοντά ήταν κτισμένη μια αρχαία πόλη ή το «παλιό» Αγρίνιο –σύμφωνα με τον προφορικό λόγο των σημερινών κατοίκων της περιοχής[2]. Η ιστορία του Ζαπάντ μπορεί να φωτίσει την αντιθετική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο επίσημο/δημόσιο λόγο του έθνους-κράτους και την ανεπίσημη/λαϊκή (ατομική και κατ’ επέκταση συλλογική) κουλτούρα και μνήμη. Ενώ ο δημόσιος εθνοκεντρικός λόγος μπορεί να ρίξει στη λήθη σημαντικά στοιχεία της ιστορίας ενός τόπου, η λαϊκή παράδοση έχει τη δυνατότητα να διατηρήσει στη μνήμη κάποια από αυτά. Στο δημόσιο λόγο το Ζαπάντ ονομάζεται σήμερα Μεγάλη Χώρα και η ιστορία του αποσιωπάται. Αντίθετα στον μη επίσημο λόγο ονομάζεται Ζαπάντι και στη λαϊκή μνήμη μπορεί να ανιχνεύσει κανείς σημάδια από τα περασμένα μεγαλεία του.
Η πολιορκία του Ζαπάντ
Κάποτε το Ζαπάντ το πολιόρκησαν 2.000 εχθροί. Εχτισαν έναν πύργο και έφεραν και δύο πυροβόλα. Το Ζαπάντ είχε περίπου 400 μαχητές και τέσσερεις πύργους. Οι κάτοικοι του παρόλο που πεινούσαν αρνιόνταν να δεχτούν τους όρους υποταγής που τους πρότειναν οι πολιορκητές τους, πολλοί από τους οποίους, βλέποντας ότι η σθεναρή αντίσταση των πολιορκημένων οδηγούσε σε αδιέξοδο, αποχώρησαν. Αυτοί που απέμειναν άνοιξαν ένα λαγούμι, το γέμισαν με μπαρούτι και προσπάθησαν να ρίξουν τους πύργους του Ζαπάντ. Οι μαχητές του όμως δεν έδειξαν να πτοούνται και απάντησαν με μια σφοδρή επίθεση. Οι πολιορκητές υποχώρησαν μπροστά στην ορμή των πολιορκημένων που θα νικούσαν –- σύμφωνα με τους ιστορικούς— αν δεν είχαν την ατυχία να σκοτωθεί ο αρχηγός τους. Οι πολιορκητές έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών μαχητών του Ζαπάντ και τα κρέμασαν στον πύργο τους. Οι πολιορκημένοι τελικά – μετά από 45 μέρες πολιορκία — δέχθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους και να φύγουν με τον όρο να σεβαστούν τη ζωή και την τιμή τους. Οι νικητές όμως αθέτησαν τους όρους τις συνθήκης. Λαφυραγώγησαν τους ηττημένους και πολλούς τους σκότωσαν.[3]
Μέχρι εκείνη την εποχή, το Ζαπάντ, το Μεσολόγγι και το Αγρίνιο (Βραχώρι) ήταν οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Αιτωλοακαρνανίας. Μετά την ήττα του το Ζαπάντ έπαψε να είναι, παρόλο που η πολιορκία του και η έξοδος παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με των «ελεύθερων πολιορκημένων» του Μεσολογγιού. Επιπλέον και τα δύο γεγονότα συνέβησαν στη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Η πολιορκία του Ζαπάντ έγινε λίγο νωρίτερα από του Μεσολογγιού, το καλοκαίρι του 1821. Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά ιστορικά γεγονότα συνίσταται στο ότι στο Μεσολόγγι οι πολιορκούμενοι ήταν χριστιανοί ενώ στο Ζαπάντ μουσουλμάνοι. Οι χριστιανοί-έλληνες διεκδικούσαν την εθνική τους ανεξαρτησία από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Με την επέμβαση και των «μεγάλων δυνάμεων» πέτυχαν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, στην εθνοκεντρική ιστορία του οποίου ο ηρωισμός των κατοίκων του Ζαπάντ δεν είχε θέση. Γι αυτό, ενώ το Μεσολόγγι τιμήθηκε και λόγω της ιστορίας του έγινε η πρωτεύουσα του Νομού (παρόλο που είναι μικρότερο πληθυσμιακά από το Αγρίνιο) και κάθε χρόνο οργανώνονται γιορτές για να τιμήσουν και να δοξάσουν τον αγώνα και την ηρωική έξοδο των πολιορκημένων, η ιστορία των μαχητών του Ζαπάντ πέρασε στη «χώρα της σιωπής».
Δημόσιος λόγος: ο εξοστρακισμός του διαφορετικού
Ο σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να μοιράσει εύσημα ανδρείας ούτε να επαναλάβει τον κοινό τόπο ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές. Η επίσημη ιστοριογραφία του ελληνικού κράτους που ιδρύθηκε και χάρη στην κατάληψη του Ζαπάντ δεν είχε κανένα λόγο να μνημονεύσει τον ηρωισμό των μουσουλμάνων μαχητών του ούτε να γιορτάσει μια νίκη αμαυρωμένη από μια παρασπονδία και από μια αγριότητα, όπως το κόψιμο και το κρέμασμα των κεφαλιών. Η φαντασιακή – όπως την αποκάλεσε ο Μπένεντικ Αντερσον[4]— κοινότητα του έθνους για να υπάρξει έχει ανάγκη από τους ζωτικούς μύθους της και ένας από αυτούς είναι ότι ακόμα και στον πόλεμο η παρασπονδία και η αγριότητα χαρακτηρίζουν τους εχθρούς του έθνους και όχι τους εθνικούς ήρωες — που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν και οι δημιουργοί του ελληνικού κράτους.
Ο διασωθείς μιναρές από το τζαμί του Ζαπαντίου. Φωτό από την «Νέα Εποχή», διαδικτυακή εφημερίδα του Αγρινίου.
Ο δημόσιος λόγος μπορεί να αποσιωπά και να οδηγεί στη λήθη ιστορικά γεγονότα, το παρελθόν όμως αφήνει τα σημάδια του πάνω στον τόπο και στο τοπίο. Δεν είναι εύκολο να το διαγράψεις. Στον κάμπο της σημερινής Μεγάλης Χώρας παραμένει, ως αδιάψευστο σημάδι ενός «άλλου» παρελθόντος, ένας μιναρές. Ο μιναρές αυτός με οδήγησε να ερευνήσω την ιστορία της περιοχής, αν και η πολύ ωραία έκδοση της Τοπικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Αιτωλοακαρνανίας δεν τον συμπεριλαμβάνει στα αξιοθέατα[5]. Ο δημόσιος λόγος αφήνει απέξω ένα μέρος της ιστορίας του τόπου.
Μια λιγότερο εθνοκεντρική και περισσότερο ανθρωποκεντρική ιστοριογραφία θα μπορούσε να δώσει μια άλλη εκδοχή της ιστορίας. Να συνδέσει το χθες με το σήμερα και να εξηγήσει την ύπαρξη του μιναρέ στους νέους κατοίκους αυτού του τόπου. Να αναφέρει ότι από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα το Ζαπάντ ήταν μία μεγάλη κωμόπολη. Είχε 300 σπίτια[6] που περικλείονταν με ψηλούς τοίχους, τρία σχολεία και δύο λουτρά. Ηταν επίσης μεγάλο εμπορικό κέντρο. Είχε 57 μαγαζιά και τρία χάνια για εμπόρους, γιατί κάθε βδομάδα γινόταν μεγάλη εμποροπανήγυρις και ότι τα καπνά του είχαν κατακτήσει τον κόσμο. Γι αυτό το λόγο οι κάτοικοί του επίμονα αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, όπως έκαναν οι μουσουλμάνοι «αστοί» του Αγρινίου. Πολέμησαν με αυταπάρνηση για το βιός τους, όπως παντού και πάντα πολεμούν οι άνθρωποι, άσχετα σε ποιο έθνος και σε ποιά φυλή ανήκουν.
Στην περίπτωση του Ζαπάντ όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Η ονομασία της πόλης τους (Ζεμπάν, Ζαπάντ) δεν είναι τούρκικη, είναι σλάβικη. Επιπλέον ο Τούρκος περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή (17ος αι. μ.Χ.) τους ονομάζει «ελληνίζοντες»[7]. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε οι κάτοικοι του τότε Ζαπάντ υποστήριζαν ότι ήταν απόγονοι των αρχαίων «Λαλαίων».[8] Δεν ήταν Τούρκοι στην καταγωγή αλλά αυτόχθονες μικροϊδιοκτήτες, χριστιανοί, ομαδικά εξισλαμισμένοι.[9] Παντρεύονταν γυναίκες Ελληνίδες χριστιανές (δεν ξέρουμε αν υποχρεώνονταν και αυτές να αλλαξοπιστήσουν) και όλες οι οικογένειες μιλούσαν και ελληνικά και τούρκικα. Το γεγονός αυτό δίνει και μια εξήγηση γιατί ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, μια παλαιοχριστιανική (4ος – 6ος αι. μ.Χ.) βασιλική, το αρχαιότερο χριστιανικό μνημείο της περιοχής[10], συνυπήρχε με τα δύο τζαμιά του Ζαπάντ και μάλιστα σύμφωνα με τους αρχαιολόγους «φαίνεται» ότι ο ναός ζωγραφίσθηκε ολόκληρος τον 16ο αιώνα, την εποχή που το μουσουλμανικό Ζαπάντ βρισκόταν σε μεγάλη ακμή[11]. Η μουσουλμανική θρησκεία δεν έχει γυναικεία θεότητα και η Παναγιά ήταν πολύ αγαπητή ακόμα και στις μουσουλμάνες τουρκικής καταγωγής[12]. Το αποτέλεσμα ήταν οι κάτοικοι του Ζαπάντ να μην έχουν καλές σχέσεις με τους μουσουλμάνους στο Βραχώρι –όπου παρατηρείται ενδογαμία–, γιατί οι τελευταίοι δεν τους θεωρούσαν γνήσιους τούρκους, αλλά «ελληνίζοντες» και κρυπτοχριστιανούς. Δεν είχαν καλές σχέσεις ούτε και με τους χριστιανούς της περιοχής, γιατί ως εξισλαμισμένοι ήταν αρνησίθρησκοι.[13]
Ο παλαιοχριστιανικός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Ζαπάντι (4ος – 6ος αι. μ.Χ.)
Η διαφορετικότητά τους από τις κυρίαρχες ομάδες της περιοχής (Ελληνες και Τούρκους) θεωρώ ότι ήταν το μεγαλύτερο στίγμα που έφεραν οι κάτοικοι του Ζαπάντ. Το γεγονός αυτό μαζί με τον πλούτο του βιού τους, τους ώθησε στον ηρωισμό και ταυτόχρονα καταδίκασε την ιστορία τους να περάσει στη «Μεγάλη Χώρα της σιωπής». Οι άνθρωποι — όπου γης— δυσκολεύονται να αποδεχτούν το ξένο, το αλλότριο, το διαφορετικό. Η δυσκολία της αποδοχής είναι πολύ μεγαλύτερη όταν κάτι που το θεωρούσαν δικό τους γίνεται αλλότριο. Και για την εποχή στην οποία αναφερόμαστε – πριν τη δημιουργία των εθνικών κρατών — το κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητας μιας κοινωνικής ομάδας δεν ήταν το έθνος αλλά η θρησκεία. Γι αυτό, παρόλο που οι κάτοικοι του Ζαπάντ διατήρησαν την χριστιανική εκκλησία, τα δύο τζαμιά του Ζαπάντ, χτισμένα με σπασμένα τούβλα, που την αυλή τους στόλιζαν θεόρατα κυπαρίσσια (σύμφωνα με τον τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή), δεν άλλαξαν χρήση, δε μετατράπηκαν παραδείγματος χάριν σε εκκλησίες, αλλά σε ερείπια αμέσως μετά την ήττα του Ζαπάντ.[14] Μέσα όμως στην πολυεθνική Οθωμανική αυτοκρατορία η περίπτωση των εξισλαμισμένων κατοίκων του Ζαπάντ δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Η περίπτωση της Κρήτης είναι πολύ πιο ενδεικτική.
Οι Τούρκοι όταν κατέλαβαν την Κρήτη (1669 μ.Χ.) δεν μετέφεραν στρατεύματα και στελέχη για το διοικητικό τους μηχανισμό αλλά με οικονομικά κυρίως ανταλλάγματα προσεταιρίσθηκαν μερίδες πληθυσμού, οι οποίες άλλαξαν το θρήσκευμά τους και έγιναν μουσουλμάνοι. Είναι γνωστοί ως Τουρκοκρητικοί. Αυτοί, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και την ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την Κρήτη και να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία και στη Συρία, όπου σύμφωνα με μαρτυρίες ιστορικών ερευνητών της περιόδου εξακολουθούν ακόμα και σήμερα ολόκληρα χωριά να μιλούν το κρητικό ελληνικό ιδίωμα.
Μια βασική διαφορά στο ιστορικό τοπίο του Ζαπάντ και των Κρητικών πόλεων είναι η διατήρηση των τζαμιών. Στο Ρέθυμνο, το τζαμί είναι το πιο υψηλό οίκημα της παλιάς πόλης και δεσπόζει πάνω από τα σπίτια. Η διατήρησή του μπορεί να αποδοθεί στο χρόνο και στον τρόπο αποχώρησης των Τούρκων και των Τουρκοκρητικών από την Κρήτη καθώς και στην οικονομία της πόλης που στηρίζεται κατεξοχήν στον τουρισμό. Οι αρχές του τόπου κάνουν αγώνα για να διατηρήσει η πόλη το ‘χρώμα’ της. Στο δημόσιο λόγο τους όμως δεν αναφέρονται σε «τούρκικα» μνημεία, αλλά απλά σε «διατηρητέα μνημεία». Η επίσημη ονομασία του τζαμιού σήμερα είναι «Ωδείο». Εχει αλλάξει χρήση και συγκεντρώνονται εκεί οι χορωδίες. Από την άλλη μεριά η εκκλησία που δεσπόζει μέσα στην πόλη είναι αφιερωμένη στους Τέσσερεις Μάρτυρες. Μάρτυρες ονομάζονται όσοι εξισλαμισμένοι ξανάγιναν χριστιανοί γνωρίζοντας ότι αν αυτό αποκαλυφθεί το τίμημα ήταν να βασανισθούν, να υποστούν μαρτύρια, δηλαδή να μαρτυρήσουν. Και στο Ηράκλειο ένας από τους κεντρικότερους δρόμους της πόλης ονομάζεται των 52 Μαρτύρων. Με αυτόν τον τρόπο αυτό που επιβάλλεται ως επίσημη μνήμη στους Κρητικούς είναι ότι οι χριστιανοί υπέστησαν μαρτύρια από τους τούρκους κατακτητές και ότι με τη βία και όχι για οικονομικούς κυρίως λόγους έγιναν οι ομαδικοί εξισλαμισμοί.
Είναι εύλογο, θα έλεγε κανείς, στη μνήμη ενός λαού οι περίοδοι κατάκτησης, περίοδοι κατά τις οποίες οι άνθρωποι αναγκάζονται να αλλάξουν το πλαίσιο αναφοράς τους – στη συγκεκριμένη περίπτωση τη θρησκεία τους —να ηρωποιούνται ή να αποσιωπώνται, όταν δεν αποτελούν τιμή για το έθνος-κράτος (έστω και αν αυτό δεν είχε δημιουργηθεί ακόμα) αλλά όνειδος. Η περίπτωση όμως της Κρήτης αναιρεί ένα τέτοιο συμπέρασμα, γιατί εκτός από την τουρκική έχουμε και την ενετική κατάκτηση. Οι Ρεθυμνιώτες με καμάρι δείχνουν στον επισκέπτη τη βρύση του Ρυμόντ, αλλά δεν ξέρουν –όπως απόδειξε μια επιτόπια έρευνα– ή δε θέλουν να ξέρουν ότι όχι μόνο το φάρο στο παλιό λιμάνι αλλά και το υπέροχο κτίριο στο οποίο στεγάζεται σήμερα η Νομαρχία Ρεθύμνης τα έχουν χτίσει οι «απολίτιστοι» Τούρκοι. Και ενώ ένας τουρκολόγος του Πανεπιστημίου βρισκόταν στη δεξαμενή της πόλης – κτισμένη και αυτή επί τουρκοκρατίας — και διάβαζε την αραβική επιγραφή, μια Ρεθυμνιώτισσα τον πλησίασε και του εξήγησε ότι και η δεξαμενή και η επιγραφή ήταν από την εποχή των Βενετών. Μια κατάκτηση λοιπόν δεν είναι αφ’ εαυτού «κακό» γεγονός. Υπάρχουν καλές και κακές κατακτήσεις. Η τούρκικη ήταν κακή, των Βενετών καλή. Οι Φράγκοι, οι δυτικοί και ο πολιτισμός τους ήταν καλός και άρα αξιομνημόνευτος, γιατί δεν απειλεί σήμερα το ελληνικό κράτος και γιατί οι τουρίστες είναι κατεξοχήν ευρωπαίοι. Η μνήμη σχηματίζεται με βάση τα σημερινά δεδομένα. Με τα μάτια του σήμερα κοιτάμε το χθες.
Η λαϊκή συλλογική μνήμη
Ωστόσο πέρα από την επίσημη, τη δημόσια μνήμη, υπάρχει και η μη επίσημη λαϊκή (ατομική και κατ’ επέκταση συλλογική) μνήμη. Αυτή όμως είναι δύσκολο να αναδείξει γεγονότα, πολλές φορές και να εκφραστεί με λόγο. Μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει μέσα από την η αρχιτεκτονική, το δημοτικό τραγούδι, την ονοματοθεσία ή ονοματοποιία, τη λογοτεχνία και κυρίως την προφορική μαρτυρία. Η ύπαρξη αρχιτεκτονικών μνημείων, όπως του μιναρέ και των τούρκικων σπιτιών στη Μεγάλη Χώρα, δυσκολεύουν την απόλυτη επικράτηση του δημόσιου λόγου, από τον οποίο έχει απαλειφθεί η ιστορία του Ζαπάντ. Στο Ρέθυμνο πάλι, όπου παρατηρείται αλλαγή χρήσης των «μνημείων», μπορεί το τζαμί να μετατράπηκε και να μετονομάστηκε σε Ωδείο, αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται εκεί να θυμίζει «άλλες» εποχές. Το δημοτικό τραγούδι, ως παράγοντας έκφρασης της λαϊκής μνήμης, στη σημερινή ηλεκτρονική μας εποχή, πρέπει να καταγραφεί για να διατηρηθεί. Διάβασα, αλλά δεν το βρήκα καταγραμμένο, ότι η λαϊκή μούσα έφτιαξε ένα τραγούδι όπου ύμνησε τον ηρωισμό των πολιορκημένων του Ζαπάντ και την ανδρεία του αρχηγού τους, Ζουφλικάρ Αγά. Στην εποχή μας, η ευρεία χρήση του μαγνητόφωνου έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί η Προφορική Ιστορία. Οι θαυμάσιες δουλειές του Αλιστερ Τόμσον στην Αυστραλία και των ιστορικών του Popular Memory Group στην Αγγλία απέδειξαν ότι πολλές φορές η λαϊκή μνήμη έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια μνήμη, αλλά και τους τρόπους που αυτή ενσωματώνεται στην επίσημη μνήμη[15].
Η δυνατότητα διατήρησης και έκφρασης της λαϊκής μνήμης είναι μικρή, αλλά υπαρκτή. Είναι πιο εύκολο να ανιχνευθεί σε κοινωνίες αγροτικές, όπου η προφορικότητα είναι ακόμα ισχυρή. Μια τέτοια περιοχή είναι και το Αγρίνιο, όπου διατηρούνται έντονα τα στοιχεία μιας αγροτικής κουλτούρας. Οταν ήρθα για πρώτη φορά στην πόλη, ένας φίλος ανέλαβε να με ξεναγήσει στα αξιοθέατα. Με πήγε και στο μιναρέ. Μια τέτοια ενέργεια αποτελεί μια ουσιαστική διαφοροποίηση από τη δημόσια μνήμη, όπως αυτή εκφράζεται από τον επίσημο τουριστικό οδηγό, όπου ο μιναρές δεν συμπεριλαμβάνεται στα αξιοθέατα και αξιομνημόνευτα. Θεωρώ αυτήν την ενέργεια του φίλου όχι ως μία εσκεμμένη αντιπαράθεση στο δημόσιο λόγο αλλά ως μία ένδειξη ύπαρξης και έκφρασης της λαϊκής μνήμης. Εξάλλου και οι περισσότεροι κάτοικοι στο Αγρίνιο δεν ονομάζουν το σημερινό χωριό με την επίσημη ονομασία του, Μεγάλη Χώρα, αλλά Ζαπάντ. Στη διάρκεια της μικρής μου έρευνας άκουσα να μου μιλούν με θαυμασμό για τα σπίτια του Ζαπάντ που είχαν πηγάδια ενώ τα δικά «μας» (τα ελληνικά δηλαδή) δεν είχαν. Μου είπαν επίσης ότι και ότι «κιούνι» στον Αγιο Κωνσταντίνο, από όπου υδρευόταν ο «συνοικισμός», το είχαν φτιάξει οι Τούρκοι. Ακόμα και η φράση που συχνά ακούγεται «Τί περιμένεις; Τους γυφταίους από το Ζαπάντ;» δε φαίνεται να έχει εντελώς υποτιμητικό περιεχόμενο και αναφέρεται στους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν στο Ζαπάντ μετά την εγκατάλειψή του από τους μουσουλμάνους.
Στην Κρήτη όπου η συνύπαρξη των Τουρκοκρητικών με τους Κρήτες χριστιανούς φτάνει μέχρι το 1922 –πολύ κοντά στην εποχή μας— και όπου οι δυνατότητες μετακίνησης είναι περισσότερες, τα πράγματα έχουν πάρει μια άλλη τροπή. Ενώ ο δημόσιος λόγος με επιμονή υποστηρίζει ότι όλοι οι Τουρκοκρητικοί έφυγαν – με στεναχώρια βέβαια — από την Κρήτη με την ανταλλαγή των πληθυσμών μια μικρή έρευνα προφορικής ιστορίας ανέτρεψε εν πολλοίς αυτή τη βεβαιότητα[16]. Η έρευνα ξεκίνησε με το σκεφτικό ότι δεν είναι δυνατόν να ξεριζωθεί ένας πολιτισμός από ένα τόπο χωρίς να αφήσει τα σημάδια του όχι μόνο στο περιβάλλον αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις. Ρωτώντας αν διατηρούνται κάποιες σχέσεις με τους Τουρκοκρητικούς που έφυγαν πληροφορήθηκα ότι πέρσι το καλοκαίρι ήρθε η κόρη μιας Τουρκοκρητικιάς. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η γυναίκα που έδινε τη συνέντευξη δεν είχε μόνο φιλικούς αλλά και συγγενικούς δεσμούς με τη νεαρή κοπέλα, η οποία δεν ήρθε στο Ρέθυμνο μόνο για τουρισμό αλλά και για να γνωρίσει τον τόπο καταγωγής της και τους έλληνες-χριστιανούς συγγενείς της. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι οργανώνονται εκδρομές από την Κρήτη για τη Μικρά Ασία, ώστε Κρήτες και Τουρκοκρητικοί να ειδωθούν, να μιλήσουν και να τραγουδήσουν τους κοινούς τους σκοπούς.
Σαν συμπέρασμα
Η επίσημη, η εθνική ιστοριογραφία διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εθνική συνείδηση και τη δημόσια μνήμη φωτίζοντας τα ιστορικά γεγονότα μέσα από τη δική της οπτική γωνία. Αυτή επέλεγε και επέβαλε τί θα θυμόμαστε. Τέτοιου είδους επιλογές είναι πάντα πολιτικές. Τα βασικό κανάλι μέσα από τα οποία περνούσε και διαμορφωνόταν αυτή η δημόσια μνήμη ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο απόλυτα ελεγχόταν από το έθνος-κράτος. Ολα τα έθνη-κράτη ήταν υποχρεωμένα να αποδείξουν την ομοιομορφία τους, την ομοιογένειά του πληθυσμού τους αλλά και την ανωτερότητά τους απέναντι στα άλλα. Η δημόσια μνήμη διαμορφωνόταν μέσα στα πλαίσια μιας εθνικής και πολλές φορές εθνικιστικής ιδεολογίας. Ωστόσο στον καινούριο αιώνα μας, οι πολιτικές επιλογές έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται. Στην Ευρώπη, στα έθνη-κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ο εθνικισμός αλλά πολλές φορές και ο πατριωτισμός βάλλονται, αφού η εξουσία δεν εκπορεύεται πια αποκλειστικά από τις εθνικές πρωτεύουσες, αλλά από υπερεθνικά κέντρα. Επιπλέον η παρουσία των οικονομικών προσφύγων έχει μεταβάλει το αστικό αλλά και το αγροτικό τοπίο. Και ενώ ο 20ος αιώνας ονομάσθηκε από πολλούς «αιώνας των προσφύγων», ίσως ο 21ος αιώνας ονομασθεί αιώνας των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο σίγουρα η ιστορία θα ξαναγραφτεί «κάπως» αλλιώς.
Για την αντιγραφή: Ανδρέας Δενεζάκης
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στο Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 3, σ. 920-21, αναφέρεται ότι η ονομασία Ζαπάντι είναι προγενέστερη της Μεγάλης Χώρας. Ωστόσο στο Παπατρέχας, Αρματωλισμός και Κλεφτουριά στην Ακαρνανία και Αιτωλία, Ιστορική Αρχαιολογική Εταιρεία, σ. 116 υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη Μεγάλη Χώρα, πράγμα που μας κάνει να υποθέσουμε ότι η ονομασία Μεγάλη Χώρα ίσως προϋπήρχε του Ζαπάντ. Στο Χάρτη του Barnard Randolf (1560) βλ. Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, Ιστορία του Αγρινίου και της γύρω περιοχής από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή, Αγρίνιο 1991, σ. 119 αναφέρεται η ονομασία Ζαπάντα. Από τον τούρκο περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή (1668) ονομάζεται Ζεμπάν που σύμφωνα με το συγγραφέα σημαίνει γλώσσα στα σλάβικα. Βλ. στο ίδιο σ. 128. Σύμφωνα με φίλους που γνωρίζουν σλάβικες γλώσσες ζεμπάν = δυτικά.
[2] Γ.Β. Καρύτσα, Η Ομοσπονδιακή Αιτωλική Πολιτεία και το Αρχαίο Θέρμο, Αθήνα 1996, σ. 99 και Γερ. Ηρ. Παπατρέχας, ό.π., 1991, σ. 21.
[3] Για την πολιορκία, τη μάχη και τις συνέπειές της βλ. Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π.. Θεόδωρος Θωμόπουλος, Το Αγρίνιο απ’ την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, Αθήνα 1954, σ. 62-67. Παπατρέχας 1991, σ. 252-255. Θόδωρος Μέμος Πολίτης, Η συμβολή της Αιτωλοακαρνανίας στην Επανάσταση του 1821, Εκδοσις Νομαρχίας Αιτωλοακανίας 1974, σ. 65-68. Θόδωρος Ντετόπουλος, Το Αγρίνιο στην Επανάσταση του 1821, Τύποις Οδυσ. Μπλίκα, Αγρίνιον [1950] σ. 10-12. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται στα κείμενα είναι μικρές και δεν αναιρούν τα βασικά γεγονότα.
[4] Benedict Anderson Imagined Communities. Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, Revised Edition, Verso 1991.
[5] Αιτωλοακαρνανία, Φυσικό περιβάλλον. Ιστορία, μνημεία, οικολογικές και πολιτιστικές διαδρομές. Τοπική Ενωση Δήμων και Κοινοτήτων (ΤΕΔΚ) Νομού Αιτωλοακαρνανίας, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.) ΑΕ.
[6] Τα σπίτια είχαν δύο-τρία πατώματα και μεγάλη έκταση. Σίγουρα δεν κατοικούνταν από πυρηνικές αλλά από ευρείες οικογένειες καθώς και από υπηρετικό προσωπικό. Κάποια από αυτά σώζονται μέχρι σήμερα.
[7] Παπατρέχας 1991, σ. 116, 127-131.
[8] Αιτωλοακαρνανική και Ευρυτανική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π.. Πολίτης 1974, σ. 65.
[9] Παπατρέχας 1991, σ. 116.
[10] Βλ. Αναστάσιου Κ. Ορλάνδου, Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τόμ. Θ΄, 1961, τχ. 1, Τυπογραφείο Εστία και Αιτωλοακαρνανία, ό.π., ΤΕΔΚ Ν. Αιτ/νίας.
[11] Αθανάσιος Παλιούρας, Βυζαντινή Αιτωλοακαρνανία, Εκδ. Αρσινόη, Αθήνα 1985, σ. 171.
[12] Η Παναγιά ονομαζόταν από τους μουσουλμάνους «Μεϊρέ Μάνα». Αναφέρεται ότι μια μουσουλμάνα στη διάρκεια του τοκετού της, αφού την επικαλείτο ως Μεϊρέ Μάνα και το παιδί δε γεννιόταν, τελικά φώναξε «Παναγία μου» και ‘λευτερώθηκε’. Βλ. Κριάρη Α., Αθιβολές, στο Η Καθημερινότητα της διαπολιτισμικής συνύπαρξης πριν 100 χρόνια, Επιχειρησιακό πρόγραμμα εκπαίδευσης και αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ), ΥΠΕΠ-Θ, Εθνικό Ιδρυμα Νεότητας, Χανιά – Σάπες 2000, σ. 16.
[13] Παπατρέχας 1991, σ. 209, 251.
[14] Με βεβαιότητα από το 1860. Βλ. Willian J. Woodhouse, Aetolia, its Geography, Topography and Antiquities, Arno Press New York 1973.
[15] Alistair Thomson, “Anzac memories: putting popular memory theory into practice in Australia” στο The Oral History Reader, edited by Robert Perks and Alistair Thomson, Routledge, London and New York 1998, σ. 300-310. Popular Memory Group, “Popular Memory: theory, politics, method”, ibid, σ. 75-86.
[16] Η έρευνα έγινε την Ανοιξη του 2000 στο Ρέθυμνο. Το έναυσμα έδωσε μια σειρά εκδηλώσεων που οργάνωσε η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών με θέμα «Δρόμοι της Ανατολής: Οψεις ενός ‘άλλου’ κόσμου». Οι εκδηλώσεις περιλάμβαναν έκθεση φωτογραφίας και βιβλίου, προβολή κινηματογραφικών ταινιών, συζητήσεις, λογοτεχνικές αναφορές, ξεναγήσεις κ.α. Η συμμετοχή μου στις εκδηλώσεις, οι συνομιλίες που είχα με τους διδάσκοντες του Τομέα (Α. Αναστασόπουλο, Κ. Κανάβα), με κατοίκους της πόλης και με Κρήτες φοιτητές από άλλες πόλεις υπήρξαν ιδιαίτερα διαφωτιστικές για τη συγγραφή αυτού του άρθρου. Η Φωτογραφική Ομάδα του Κέντρου Νέων Νομού Ρεθύμνου ‘τράβηξε’ τις φωτογραφίες και για το άρθρο αυτό, και γι αυτό την ευχαριστώ.
ΠΗΓΗ:https://www.imerodromos.gr