Περι του ορισμου της Ηγεσιας του Αρειου Παγου-Οι θεσμοι τα προσωπα και ενα υποδειγμα αλλοτινων καιρων.
Επιστολή προς δημοσίευση.
Λόγω μείζονος δημοσίου ενδιαφέροντος του ζητήματος αλλά και επειδή συνιστά κορυφαίο σύμπτωμα θεσμικής παθογένειας ,επιθυμώ με τρόπο συνοπτικό και κατανοητό και στον μη ειδήμονα να αναφερθώ στο ανακύψαν ζήτημα της μη υπογραφής προεδρικών διαταγμάτων για τον ορισμό της ηγεσίας του Αρείου Πάγου δυνάμει της από 31ης Μαϊου 2019 αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου .
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 Συντ. <<Όλες οι εξουσίες πηγάζουν εκ του Λαού και ασκούνται υπέρ αυτού και του Έθνους καθ’ον τρόπον ορίζει το Σύνταγμα >>. Στην διάταξη του άρθρου 26 Συντ που είναι θεμελιώδης καθιερούται η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών.Αυτή όπως συνάγεται και από τον συνδυασμό των διατάξεων 26 παρ.1-3 Σ 84 παρ.6 και 88-91 Σ δε νοείται ως απόλυτη αλλά ως διασταύρωση των λειτουργιών εις τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η θεσμική ισορροπία δια του αλληλοελέγχου και της αναγωγής όλων των λειτουργιών στην βούληση του Κυριάρχού Λαού ,ο οποίος λόγω του αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος εκφράζεται μέσω της Βουλής ,η οποία στο πολιτευμά μας έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας .
Δια του ως άνω τρόπου δύναται να εξηγηθεί τόσο ο διορισμός της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο όσο και η δυνατότητα έγερσης πειθαρχικής αγωγής από τον Υπουγό Δικαιοσύνης κατά δικαστικών λειτουργών αλλά και η εμπλοκή της εκτελεστικής εξουσίας σε θέματα διορισμού και υπηρεσιακής εξέλιξης μέσω προεδρικών διαταγμάτων . (άρθρα 87-91 Σ) Από την αυτή λογική της αναγωγής των οργάνων και των φορέων όλων των λειτουργιών στην κοινή νομιμοποιητική Αρχή της Λαϊκής κυριαρχίας εξηγείται και η καθιερούμενη σύμπραξη τακτικών Δικαστών και ενόρκων (με πλειοψηφία των δεύτερων )μέσω του τεκμηρίου αρμοδιότητας των Μεικτών Ορκωτών Δικαστηρίων προς εκδίκαση κακουργημάτων (άρθρο 97 Σ)
Ως υπηρεσιακή κυβέρνηση κατά την ένννοια του Συντάγματος μπορεί να νοηθεί μόνον η απολέσασα την εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μέσω της διαδικασίας του άρθρου 84 Σ(= μη παροχή ή ανανέωση ψήφου εμπιστοσύνης ή ευδοκίμηση πρότασης δυσπιστίας ) κατά το χρονικό διάστημα από τη διάλυση της Βουλής εώς το σχηματισμό νέας Κυβερνήσεως μετά τις εκλογές καθώς και για το αυτό διάστημα η παραιτηθείσα δύναμει του άρθρου 41 Σ. Επίσης ως υπηρεσιακή νοείται και η σχηματιζόμενη δυνάμει του άρθρου 37παρ.3 εδγ’Συντ.λόγω της μη τελεσφόρησης των διερευνητικών εντολών μετά από εκλογές ή λόγω παραιτήσεως της Κυβερνήσεως κατ’αρθρο 38 Σ που απολαύει της εμπιστοσύνης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (= μονοκομματική αυτοδύναμη κυβέρνηση).
Κρίσιμη αποβαίνει στο σημείο αυτό η ακόλουθη διάκριση . Αναπλήρωση μέλους συλλογικού οργάνου και πολλώ μάλλον Δικαστηρίου νοείται επί προσκαίρου αδυναμίας ή κωλύματος . Επί οριστικής αδυναμίας ή κενώσεως της θέσεως λόγω αποχωρήσεως από την υπηρεσία δε χωρεί αναπλήρωση ,αλλά επιβάλλεται η πλήρωση της κενής θέσεως με τη νόμιμη διαδικασία αλλώς το όργανο δεν είναι νομίμως συγκροτημένο και επομένως ανακύπτει ζήτημα κύρους και νομιμότητας των αποφάσεών του,το δε δικαστήριο δεν είναι ανεξάρτητο κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ και 8 Συντ. Στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση η λαβούσα την απόφαση κυβέρνηση δεν ήταν υπηρεσιακή για τους λόγους που εξηγήθηκαν , αλλά και άν ακόμη ήτο υπηρεσιακή ,λόγω του ανεπίδεκτου αναβολής χαρακτήρα της απόφάσεως η θέση θα έπρεπε να πληρωθεί καθώς δε νοείται ούτε δια μίαν ημέραν ακέφαλο και άρα μη νομίμως λειτουργούν δικαστήριο. Ακόμη και η αποκαλούμενη εκλογική κυβέρνηση με επικεφαλής έναν εκ των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων θα ωφειλε να πληρώσει τη θέση μετά από διαβούλευση με τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Έτι όμως και στην υποθετική περίπτωση που μία τέτοια διαβούλευση ήθελε παραλειφθεί και πάλιν δεν θα ανέκυπτε ζήτημα τυπικής ή ουσιαστικής νομιμότητας αλλά μόνον πολιτικής νομιμοποίησης και θεσμικής ευπρέπειας . Ο συντακτικός νομόθετης δι αυτόν ακριβώς τον λόγον έθεσε επικεφαλής Πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου εν απολύτω επιγνώσει τελών ότι οι συνέπειες των επειγούσης φύσης αποφάσεων μπορεί να είναι μακρόχρονες και εξεχούσης σημασίας και δεσμευτικότητας . Αφού λοιπόν και στην εδώ εξεταζόμενη ακραία υποθετική περίπτωση δεν ανακύπτει νομικό αλλά μόνον δεοντολογικό ζήτημα τέτοιο δεν δύναται να τεθεί στην περίπτωση που τω όντι ανέκυψε . Τονιστέον δε ότι εις αμφότερες τις περιπτώσεις ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει δέσμια αρμοδιότητα προς έκδοση του προεδρικού διατάγματος . Ως είναι γνωστόν μόνον αναπομπή εψηφισμένου νόμου είναι νοητή και ουχί προεδρικού διατάγματος ,έτι δε και επί νόμου η εκ νέου επιψηφιση από τη Βουλή επάγεται υποχρεωτική δημοσίευση (άρθρο 42 παρ.1 Σ)
Οι περί του αντιθέτου διατυπωθείσες δημοσίως γνώμες συνιστούν αφόρητον πολιτικολογίαν με συνταγματική επίφαση που εδράζεται στην σκόπιμη σύγχυση νομιμότητας και νομιμοποίησης αναπλήρωσης και πλήρωσης κενής θέσης . Μόλο που τα ζεύγη αυτά εννοιών έχουν απολύτως διακριτό περιεχόμενο και η σκοπίμως καλλιεργούμενη σύγχυση υποσκάπτει το κύρος των νομικών που καθίστανται συνεργοί στην φαλκίδευση θεσμών και στην αθέμιτον επιδιώξη της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης να ελέγξει το σύνολο του Κράτους και των οργάνων του .
Σημειούται εκ περισσού ότι έχει τηρηθεί στην υπόθεση επί της οποίας διατυπούται γνώμη ετηρήθησαν τόσον η προπαρασκευαστική διαδικασία που ορίζει ο νόμος 3841/2010 (= παρεμβολή της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής )όσο και το άρθρο 49 ΚΟΔΚΔΔ(=περί νομίμων προσόντων των υποψηφίων ). Εξέλιπεν δε και το στερούμενον νομικής σημασίας δεοντολογικόν ζήτημα αφού προ της αποφάσεως ο ΥπΔικ . εκάλεσε την αντιπολίτευση σε διαβούλευση ,ως μη έδει , η οποία όμως ηρνήθη να προσέλθει .
Συνεπώς αφού η απόφαση του Υπ. Συμβουλίου είναι κατά πάντα νόμ ιμος και συνταγματική και η αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας δεσμία από 1ης Ιουλίου 2019 ,νόμιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου είναι η Ειρήνη Καλού και νόμιμος Εισαγγελεύς η Δ.Κοκοτίνη.
Επειδή το Προεδρικό διάταγμα είναι διοικητική πράξη εκτελεστή (90 παρ.5Σ)
Επειδή το απαράδεκτο της δικαστικής προσβολής του (90 παρ.6 Σ) αφορά σε ζητήματα όπως η σκοπιμότητα ,το αιτιολογημένον της κρίσεως ή υπερβάσεως της επετηρίδας (ΣΤΕ 1304/2019)
Επειδή κατά πάγια νομολογία αντιθέτως παραδεκτώς προβάλλονται και ελέγχονται μέσω αιτήσεως ακυρώσεως λόγοι αναγόμενοι στην τήρηση όρων και προϋποθέσεων του αρθρου 90 παρ.5Σ (ΣτΕ1757/2008, ΣτΕολ.2512/2016)
Επειδή πρόσφατη νομολογία διευρύνει τα όρια του Ακυρωτικού Ελέγχου δεχόμενη ότι η παρ.5 του άρθρου 90 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των οριζομένων στα άρθρα 26 ,87.88 Σ ,6 ΕΣΔΑ 47ΧΔΕΕ και 19 Συνθ ΕΕ(ΣτΕΟλ 435/2019)
Επειδή παρήλθε το απώτατον χρονικόν όριον (30η Ιουνίου 2019 ) για την άσκηση δεσμίας αρμοδιότητας του ΠτΔ για υπογραφή του Π.Δ. στο πλαίσιο σύνθετης διοικητικής ενέργειας παραδεκτώς χωρεί προσφυγή ακύρωσης στο ΣτΕ για παράλειψη νόμιμης οφειλόμενης ενέργειας εντός της οριζομένης προθεσμίας υπό του άρθρου 46 π.δ. 18/1989.Δικαιούμενοι σε προσφυγή πλην των επιλεγέντων είναι και συλλογικοί φορείς (δικηγορικοί σύλλογοι ,δικαστικές ενώσεις κλπ) Αυτοί δε δικαιούνται ασφαλώς και σε άσκηση παρεμβάσεως (άρθρα 47 και 49 π.δ. 18/1989).
Ασφαλώς η εκ νέου εκκίνηση της διαδικασίας εκ μέρους της κυβερνήσεως συνιστά αφόρητον πλήγμα και διακω μώδηση των θεσμών
Τέλος ενόψει των οριζομένων στα άρθρα 49 και 86 Συντ. ανακύπτει ζήτημα ποινικής ευθύνης του ΠτΔ για εκ προθέσεως παραβίαση του Συντάγματος .
Η παράθεση ενός ιστορικού παραδείγματος μόνον μελαγχολία μπορεί να προκαλέσει σχετικώς προς την ποιότητα των προσώπων που σήμερα ενσαρκώνουν τους θεσμούς . Για λόγους δεοντολογίας και πληρέστερης ενημέρωσης των αναγνωστών αναφέρω ότι οι ιστορικές πληροφορίες ηντλήθησαν από άρθρο του Καθηγητή Κ.Ε.Μπέη δημοσιευθέν στην Ελευθεροτυπία το έτος 2005 ,το οποίο είναι προσιτό μέσω του ιστοτόπου του καθηγητού (www.kostasbeys.gr) υπό τον τίτλο <<Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης υπό πολιτικό έλεγχο>>. Αναφέρεται λοιπόν ότι επί Κυβερνήσεως Παπάγου τη δεκαετία του 1950 ο αρμόδιος υπουργός μετά το θάνατο του τότε προέδρου του Αρείου Πάγου Ι.Σακκετα είχε εισηγηθεί να καταλάβει τη θέση ο διακεκριμένος δικαστής Χ. Καλλέλης ,ο οποίος επλήροι και το κριτήριον της αρχαιότητος . Είχε τότε αντιδράσει έντονα σ’ένα τέτοιο ενδεχόμενο ο υφυπουργός Προεδρίας εκείνης της κυβερνήσεως Γεώργιος Ράλλης για τον –απολύτως κατανοητό από συναισθηματικής απόψεως- λόγο ότι ο Καλλέλης ήταν πρόεδρος του ειδικού δικαστηρίου δωσιλόγων που καταδίκασε τον πατέρα του και κατοχικό πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη .Εξ ‘αυτού του λόγου προκρίθηκε η επιλογή του αμέσως αρχαιοτέρου αντιπροέδρου πλην όμως αυτός για λόγους δεοντολογίας δεν εδέχθη τη θέση. Έτσι ανέκυψε οξύ θεσμικό ζήτημα και εν τέλει μετά από θερμή παράκληση και του ιδίου του αρχικώς προταθέντος Χ.Καλλελη ,την θέση κατέλαβε ο Ι. Αποστολόπουλος που ήτο πρόσωπον κοινής αποδοχής.
Ερωτάται εάν θα μπορούσε σήμερα να προκύψει κάτι ανάλογο . Το ερώτημα είναι ασφαλώς ρητορικό . Αφού υπενθυμίσουμε ότι σήμερον δεν τίθεται μόνον ζήτημα δεοντολογίας αλλά και νομιμότητας,έχουμε πλήρη επίγνωση ότι ουδέν θα συμβεί . Πως θα ήτο δυνατόν να αναμένουμε ανάλογη συμπεριφορά σε μία χώρα όπου Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου καταδέχεται ευθύς μετά την αφυπηρέτησή του να καταλάβει θέση υφυπουργού και όπου πρόεδροι Ανωτάτων Δικαστηρίων και πρώην πρωθυπουργοί καταδέχονται να καταστούν αντιπρόεδρος Κυβερνήσεως και νομική σύμβουλος Πρωθυπουργού αντιστοίχως . Δεν εξέλιπεν μόνον ο σεβασμός στη δεοντολογία αλλά και αυτή ταύτη η θεσμική ευπρέπεια . Φυσικόν είναι ότι και η αντιπολίτευση ουδέν θα πράξει . Ο Σύριζα άλλωστε που δεν εσεβάσθη την δια δημοψηφίσματος εκφρασθείσα ετυμηγορία του Λαου ,θα ήτο πρόκληση να εμφανισθεί ως θεματοφύλακας των Θεσμών.
Περαιώνω το παρόν δια επιτονισμού δύο σημαντικών θεμάτων :Πρώτον της εκκωφαντικής σιωπής των Δικαστικών Ενώσεων επί ενός θέματος απτομένου του πυρήνος της αποστολής των ,δηλ. της περιφρουρήσεως της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης και Δεύτερον αναρωτώμενος με ποιά εχέγγυα η Κυβέρνηση ,ενόψει της προτέρας σταθερής νομολογίας του ΣτΕ προεξοφλεί ότι οι θιγόμενοι και ιδίως οι πρότερον προκριθέντες για τις ως άνω θέσεις δεν θα ασκήσουν αίτησιν ακυρώσεως ή/και ότι επί τοιαύτης ασκήσεως αύτη δε θα ευδοκιμήσει παρά τα μέχρι σήμερον περί του αντιθέτου κριθέντα .Δοθείσης της αδυναμίας πολιτικής διαχείρισης μίας αρνητικής δικαστικής εξέλιξης για την Κυβέρνηση ο καθείς δύναται να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Μετά Τιμής
Σάββας Ε. Ιωακειμίδης
Δικηγόρος Αθηνών – Μ.Δ. Ποινικού Δικαίου –Υπ.Δ.Ν
Αποστολέας Savvas Ioakeimidis