«Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου»* ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΡΙΛΛΑ
Κάθε μέρα είναι μια συνηθισμένη – εκτός απροόπτου – μέρα. Ξεκινάει πριν ακόμα ξημερώσει. Βλέπετε έχει την τύχη να εργάζεται και την ατυχία να πρέπει να μονολογεί εντός του και εκτός του «και πάλι καλά να λες»
αφού γύρω του πληθαίνουν οι άνεργοι και γι’ αυτό, λοιπόν, το μισθό που δεν προφταίνει να τον δει να τον θεωρεί ως ευλογία σε έναν κόσμο απόκληρων και καταραμένων.
Οι κινήσεις είναι επαναλαμβανόμενες. Το ξύπνημα στις 6 το πρωί, όταν ακόμη είναι νύχτα, ο βιαστικός καφές, το ντύσιμο των παιδιών, το κυνήγι του Μετρό – πέντε λεπτά πιο νωρίς, πέντε λεπτά πιο αργά κάνουν τη διαφορά. Και μετά η ίδια διαδρομή προς το γραφείο, για το οποίο «οφείλει» να νιώθει τυχερός. Αφήστε, δε, που ακόμη είναι ζωντανός.
Χθες ένας πατέρας που «έφυγε»… έτσι ξαφνικά. Προχθές, μια μητέρα που «έφυγε… έτσι ξαφνικά. Οντως ξαφνικά; Κι αν οι συνηθισμένες, επαναλαμβανόμενες μέρες δεν ήταν οι ήσυχες μέρες μιας ασφαλούς ζωής όπου η ρουτίνα είναι ακριβώς η εγγύηση της ασφάλειας; Κι αν έσφιγγαν σαν θηλιά στο λαιμό η πίεση στη δουλειά, ο μισθός που δε φτάνει, το απλήρωτο φροντιστήριο των παιδιών, οι απλήρωτοι λογαριασμοί που χάσκουν απειλητικά κολλημένοι με μαγνητάκι στην πόρτα του ψυγείου; Ναι, ίσως όλα αυτά δεν είναι και τόσο ξαφνικά… Αλλά εκείνος είναι ακόμα εδώ και ζωντανός. Επιταχύνει το βήμα. Κάπου στο βάθος θα ήθελε να βαδίζει γρήγορα με το κεφάλι χαμηλωμένο ώστε να μην βλέπει γύρω του. Να μην αντικρύζει τη θλιβερή ημερήσια επανάληψη του άδικου και άγριου κόσμου που αναλύεται σε καθημερινές ατομικές, διαπροσωπικές και συλλογικές τραγωδίες.
Αλλά όσο περισσότερο αποστρέφει κανείς το βλέμμα τόσο συντριπτικότερη προβάλλει από τις γωνιές η δυστυχία. Αλλοτε στέκεται ασκεπής στο πεζοδρόμιο κι άλλοτε είναι πιο τυχερή και εξασφαλίζει ένα πεζούλι με λίγους πόντους στέγαστρο.
Κι έτσι του έλαχε να παρατηρεί «κρυφά» την καθημερινότητα ενός άστεγου που έχει στήσει το «σπιτικό» του στο προνομιακό υπόστεγο πεζούλι ενός εγκαταλελειμμένου οικήματος. Τις περισσότερες φορές, το πρωί, είναι εκεί και κοιμάται, κρύβοντας το πρόσωπό του. Και γιατί να μην το κάνει άλλωστε; Η εξαθλίωση δεν έχει αριθμό ταυτότητας. Εχει εκατοντάδες, χιλιάδες, εκατομμύρια να ζουν μέσα σε αυτή. Αλλά, τι τραγικό… Ισως και να ντρέπεται, για κάτι για το οποίο δεν φταίει εκείνος. Κάποιες φορές μοιάζει τόσο παραδομένος – στον ύπνο ή στη σωματική και ψυχική εξάντληση άραγε; – που δεν ξέρεις αν είναι ακόμα ζωντανός. Στέκεται για λίγο, αμήχανα, διστακτικά. Να πλησιάσει, να αγγίξει, να ρωτήσει; Δεν κάνει τίποτα. Χαμηλώνει το βλέμμα. Είναι αμηχανία, είναι ανημπόρια; Σκέφτεται ότι, δεν ξέρεις αν εκείνο το ανήμπορο άστεγο σώμα θέλει να πλησιάσεις, αντέχει να κοιτάξεις από κοντά τη δυστυχία του. Η δυστυχία δεν είναι καθόλου μα καθόλου κοινωνική, τουλάχιστον ως προς τον υπόλοιπο κόσμο που υποτίθεται πως ζει «κανονικά».
Φεύγει. Στο γυρισμό, το απόγευμα, ο δίχως σπίτι άνθρωπος δεν είναι εκεί. Κανένα απόγευμα δεν είναι εκεί. Πού πάει άραγε; Συναντάει κάποιους άλλους; Υπάρχει μια κοινωνική ζωή που αρμολογείται μεταξύ αυτών των απόκληρων; Είναι όμως εκεί ο «σπιτικός» του εξοπλισμός. Το κρεβάτι – πεζούλι είναι στρωμένο. Το μαξιλάρι στη θέση του. Διάφορες πλαστικές σακούλες τακτοποιημένος με σειρά στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Στην πόρτα που βρίσκεται ακριβώς από πίσω μία κρεμάστρα. Μια ιδέα σπιτικού… ο άνθρωπος πάντα φτιάχνει ένα σπιτικό, ακόμα κι αν δεν αποτελείται από τέσσερις τοίχους, πόρτες και παράθυρα. Εμπαινε σε σπηλιές, έχτιζε καλύβες από άχυρο, από λάσπη, από πέτρα, από τούβλο. Μα πάντα τα χέρια του δούλευαν για να χτίζει σπιτικά. Μέχρι που κάποιοι του επέβαλαν με τα χέρια του να χτίζει πρώτα τις επαύλεις κι αν περισσέψει ένα κεραμίδι τότε μόνο να φροντίσει για τη δική του υποτυπώδη στέγη. Αλήθεια, πόσος πλούτος που τον έφτιαξαν εκατομμύρια άξια χέρια εγκλωβίστηκε σ’ εκείνες τις επαύλεις ώστε ετούτος εδώ ο απόκληρος των Αθηνών να φτιάχνει με τέτοιο τρόπο το υπόστεγο πεζούλι ώστε να μοιάζει με νοικοκυριό;
Τα Χριστούγεννα ένα ξερό κλαδί με δύο κόκκινες μπάλες κρεμάστηκε στο προσκεφάλι. Το έβαλε ο ίδιος ή κάποιος άλλος φρόντισε γι’ αυτό; Μια επίφαση γιορτινής θαλπωρής. Οσο πιο πολύ ετούτος ο άνθρωπος φροντίζει το υπαίθριο αποκούμπι του, όσο πιο επιμελώς τακτοποιεί την αξιοπρέπειά του, ταπεινωμένη μεν πλην όμως αξιοπρέπεια, τόσο πιο πολύ μας κάνει να ντρεπόμαστε.
Λίγες μέρες αργότερα τα υπάρχοντά του ήταν ανακατεμένα – πράγμα περίεργο – και εκείνος δεν ήταν εκεί. Κάποιοι άλλοι εμφανίστηκαν στη θέση του… οι απόκληροι ετούτου του κόσμου είναι πολλοί. Το πρόσωπό τους κανείς δεν το είδε ποτέ. Το έκρυβαν επιμελώς όταν έβαζαν το πλαστικό ποτηράκι μπροστά τους για τα μαζεύουν τα ψιλά των περαστικών. Περνούσε από μπροστά τους και αναρωτιόταν, μήπως «έφυγε» έτσι ξαφνικά… και το βιος του έμεινε κληρονομιά στους επόμενους δίχως μοίρα ανθρώπους; Δεν είναι και λίγο πράγμα ένα πάπλωμα, δύο σεντόνια, ένα μαξιλάρι και ένα ξερό κλαδί με δύο κόκκινες μπάλες. Ο καθένας θα τα ήθελε. Και ιδού η απόδειξη…
Ο νέος της ιστορίας λίγο καιρό μετά επέστρεψε. Μάλλον, υπέθεσε ο περαστικός, τον πήραν οι υπηρεσίες του Δήμου για ένα διάστημα, ίσα να πλυθεί, να φάει και λίγο καιρό αργότερα τον άφησαν πάλι. Α ναι, το κράτος μας έχει δομές. Φροντίζει οι άστεγοι κάποιες φορές να κοιμούνται σε κανονικό κρεβάτι και να κάνουν μπάνιο, αλλά όχι για πολύ, διότι δεν χρειάζεται να κακομαθαίνουν και να τα περιμένουν όλα από το κράτος. Το κύριο είναι είναι προστατευτούμε από τους free riders. Ατομική ευθύνη και ατομική επιλογή, κύριοι.
Τα δύο καινούργια πρόσωπα αυτής της καθημερινής αθηναϊκής ιστορίας ήταν οι «φύλακες» του σπιτικού του. Γιατί αν το σπιτικό έμενε έρμαιο και αφύλαχτο κάποιος άλλος που δεν είναι προνομιούχος, που δηλαδή δεν κοιμάται σε υπόστεγο πεζούλι, αλλά ασκεπής, θα έσπευδε να το «πιάσει». Διότι, τι νομίζατε; Πώς στον καπιταλισμό δεν υπάρχουν ευκαιρίες; Φυσικά και υπάρχουν τόσο στον κόσμο των πλουσίων όσο και στον κόσμο των καταραμένων!
Την τελευταία φορά που τον είδε, το τελευταίο πρωϊνό, ήταν εκεί. Κοιμόταν δίχως να έχει το πρόσωπο καλυμμένο, με μια έκφραση γαλήνια και ένα ελαφρύ μειδίαμα στα χείλη. Φαίνεται πως στα όνειρά του ελπίζει ακόμα. Ισως στα όνειρά του και να γίνεται παιδί. Στη πόρτα από πίσω του κάποιο χέρι ή και το δικό του είχε κρεμάσει τεράστια παιδικά παιχνίδια. Ναι, παιδικά παιχνίδια. Διότι η παιδική ηλικία, τότε που όλα είναι πιθανά και δυνατά, είναι πάντα ένας τόπος για να επιστρέφει κανείς. Διότι, η σιγουριά ότι όλα είναι δυνατά και πιθανά είναι πάντα ένα σημείο από το οποίο μπορεί να ξεκινάει κανείς.
Δεν τον ξαναείδε ποτέ. Όχι γιατί ο νεαρός δίχως σπίτι άνθρωπος έφυγε. Όχι. Εκείνος απολύθηκε και δεν ξαναπέρασε από εκεί. Τώρα στις δίχως προορισμό καθημερινές διαδρομές του στην πόλη συναντάει κι άλλους βασανισμένους. Κάπου σε μια γωνία είναι ένας πατέρας με δύο κοριτσάκια. Τα κρατάει πάντα στην αγκαλιά του κι εκείνα παίζουν με δύο κούκλες. Πάντα με τις ίδιες γυμνές κούκλες.
Κι ενώ ψαχουλεύει στις τσέπες του για να δει αν τα χρήματά του φτάνουν για να αγοράσει δύο καινούργιες ντυμένες κούκλες στα άγνωστα κοριτσάκια και δύο παιχνίδια για τα δικά του παιδιά, θυμώνει. Θυμώνει πολύ… Και ίσως αυτή είναι μια καλή αρχή.
*Από τον Κύκλο των Τετραστίχων (1929) του Κ. Παλαμά, τετρ. 117.
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr