1940: Ο Αντάρτης-λαός ήταν «ενωμένος» με τον γερμανοτσολιά-ταγματαλήτη; Του Νίκου Μπογιόπουλου
«Να είμαστε όλοι μαζί», «να είμαστε ενωμένοι», «είδατε πόσα καταφέρνουμε όταν είμαστε όλοι ενωμένοι;»… όπως την 28η Οκτωβρίου 1940.
Τα γνωστά κλισέ. Τα ίδια και τα ίδια.
Συγγνώμη, αλλά δεν θα συμμετάσχουμε σε αυτό το μεθύσι της γενικής συμφιλίωσης. Συγγνώμη, επίσης, που δεν διαβάζουμε ούτε την 28η Οκτώβρη, ούτε την ΕΑΜική αντίσταση, ούτε την Επανάσταση του ’21, ούτε τίποτα απ’ όσα προχώρησαν την Ελλάδα και τον κόσμο ένα βήμα μπροστά, ως αποτέλεσμα είτε της «ενότητας» των προβάτων με τους λύκους, είτε ως αποτέλεσμα της «διαπραγμάτευσης» των προβάτων με τους λύκους.
Άλλωστε αυτού τους είδους η «ενότητα» δεν υπήρξε ποτέ και πουθενά. Σε καμία περίοδο. Σε καμία κοινωνία αντιτιθέμενων συμφερόντων. Αλλού και όχι «μαζί» ήταν οι Έλληνες που μήδισαν από εκείνους που πολεμούσαν τους Πέρσες. Αλλού και όχι «μαζί» με εκείνους που πήγαν στο Βισί ήταν οι Γάλλοι που πολεμούσαν τους ναζί. Αλλού και όχι «μαζί» ήταν οι Καραϊσκάκηδες από τους Νενέκους. Αλλού και όχι «μαζί» ήταν ο Μαρτιν Λούθεν Κινγκ από τους Μακάρθι. Αλλιώς τιμούν την 28η Οκτώβρη αυτοί που δέχονταν τα βόλια του ναζί, με τους άλλους που ενώθηκαν με τον ναζί.
Αυτό το «όλοι μαζί» υπάρχει μόνο στα «όλοι μαζί τα φάγαμε» των Πάγκαλων. Μόνο όσοι απουσίαζαν και απουσιάζουν από τους αγώνες και τις αγωνίες του ελληνικού λαού προσπαθούσαν και προσπαθούν – πάντα – να κρύψουν την απουσία τους πίσω από την «αθώα» φρασούλα: «Ολοι οι Ελληνες μαζί»…
Όμως, η Ιστορία και η αλήθεια είναι πεισματάρικα πράγματα. Και επιμένουν: Οπως και σήμερα, έτσι και τότε, δεν ήταν «όλοι οι Ελληνες μαζί». «Μαζί» και «ενωμένος», για να επιστρέψουμε στην 28η Οκτώβρη και κυρίως σε όσα συμβολίζει, ήταν, πράγματι, ο ελληνικός λαός. Όμως:
α) Οταν ο ελληνικός λαός πολεμούσε τον φασισμό στο μέτωπο και μετά στα βουνά και στις πόλεις, υπήρχαν και εκείνοι που είχαν πάρει τον «πατριωτισμό» τους και – μαζί με το χρυσό της χώρας – τον είχαν φυγαδεύσει στα ασφαλέστατα «χαρακώματα» του Καΐρου και του Λονδίνου.
β) Ενώ ο ελληνικός λαός μαχόταν το φασισμό και το ναζισμό, διεκδικώντας για αντίτιμο μια Ελλάδα της λευτεριάς, της δημοκρατίας και της λαϊκής αναδημιουργίας, υπήρχαν και εκείνοι που το 1944 έσπευδαν να συνταχθούν με τη βασιλική «εξόριστη» κυβέρνηση στην Αίγυπτο. Ήταν, μάλιστα, τόσο «διαθέσιμοι» στην υπηρεσία των Ανακτόρων, που για το λόγο αυτό «βραβεύονταν» με την ανάθεση ρόλου πρωθυπουργού της «κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητας».
γ) Υπήρχαν, φυσικά, και εκείνοι που συνεργάστηκαν με τον Χίτλερ. Ήταν οι δοσίλογοι, οι ταγματασφαλίτες και οι γερμανοντυμένοι. Στους οποίους, αν και προδότες, οι του Καΐρου και του Λονδίνου, όταν επέστρεψαν, στο πλαίσιο της «εθνικής τους ενότητας», επιδαψίλευσαν τιμές και αξιώματα…
Όχι και «όλοι ενωμένοι», λοιπόν. Διότι, πολύ απλά:
Άλλο πράγμα αυτοί που πολεμούσαν και τραγουδούσαν«το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ τη πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά» κι άλλο πράγμα οι «παπατζήδες» που (στις 2-5-1944) σε ομιλία τους στην Αλεξάνδρεια, παρουσία των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού, έκαναν λόγο για τη «βρωμιά του ΕΑΜ»!
Άλλο πράγμα αυτοί που πολέμησαν τον Χίτλερ και με τα ίδια όπλα πολέμησαν τον Τσόρτσιλ και τον Βαν Φλιτ, κι άλλο πράγμα αυτοί που όντας από καιρό έτοιμοι να υπηρετήσουν τους «συμμάχους» πάσχιζαν να «διορθωθεί η κατάσταση», δηλαδή να καταπνιγεί κάθε εγχείρημα λαϊκής κυριαρχίας στον τόπο, και για το λόγο αυτό τηλεγραφούσαν στον Τσόρτσιλ τα εξής: «Δύναμαι να σας διαβεβαιώσω ότι η σταθερότης της ελληνικής κυβερνήσεως θα διατηρηθεί πλήρως κατά τας επικείμενους κρίσιμους στιγμάς. Δεν γνωρίζω τους λόγους διά την απουσία της Βρετανίας. Μόνον η άμεσος παρουσία εντυπωσιακών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδακαι ως τας τουρκικάς ακτάς θα ήτο δυνατό να μεταβάλει την κατάστασιν». (Γεώργιος Παπανδρέου, 22/9/1944, τηλεγράφημα προς τον Τσόρτσιλ).
Άλλο πράγμα αυτοί που έδωσαν την ψυχή, την καρδιά και το αίμα τους για τη λευτεριά της Ελλάδας και για τη σωτηρία του λαού, κι άλλο πράγμα οι μαυραγορίτες, τα κόμματα και οι εφημερίδες τους που έφταναν να δίνουν ακόμα και το παράγγελμα των εκτελεστικών αποσπασμάτων (!), αυτοί που κράδαιναν ενάντια στο μεγαλειώδες κίνημα της Αντίστασης τη «νομιμότητα» του κατακτητή και των ντόπιων οργάνων του και έγραφαν: «Καλώς συνετάγη ο νόμος που τιμωρεί με θάνατο τους Έλληνες υπηκόους όσοι μετέχουν σε πολεμικές εχθροπραξίες κατά των Γερμανών». («Καθημερινή», 1/6/1941).
Άλλο πράγμα αυτοί που δονείται η ψυχή τους από το πατριωτικό, αντιφασιστικό και διεθνιστικό μήνυμα της 28ης Οκτώβρη και άλλο πράγμα αυτοί που 78 χρόνια μετά διακηρύσσουν ότι αυτός ο τόπος «χρειάζεται Μεταξάδες» όπως έλεγε από βήματος Βουλήςο χρυσαυγίτης υποφυρερίσκος, ο βουλευτής Παππάς.
Άλλο πράγμα η δημοκρατία, κι άλλο πράγμα το «δημοκρατικό τόξο» που περιλαμβάνει τους Γεωργιάδη – Βορίδη που ήταν βουλευτές του ΛΑΟΣ όταν ο τότε αρχηγός τους, ο Καρατζαφέρης, επισκεπτόταν ανήμερα της 28ηςΟκτωβρίου 2011 το σπίτι του Μεταξά σε ένδειξη… «σεβασμού και μνήμης».
Άλλο πράγμα η ιστορική αλήθεια κι άλλο πράγμα η «Καθημερινή» που δεν έλειψε ποτέ από τα εκδοτικά εκείνα συγκροτήματα που επιδαψιλεύουν δάφνες στον «πατριώτη» Μεταξά που «είπε το Όχι». Μάλιστα η «Καθημερινή» το έχει πάει και παραπέρα. Ειδικά σε εκείνο το αφιέρωμά της για τον φασίστα Μεταξά, στις 4/8/2007 (ανήμερα, δηλαδή, της κήρυξης της δικτατορίας της «4ης Αυγούστου») όταν και ισχυριζόταν ότι η διακυβέρνηση Μεταξά, εκτός από πατριωτική» που ήταν, πορεύτηκε και με «χαρακτηριστικά φιλολαϊκού»καθεστώτος…
Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι ο Μεταξάς είπε «Όχι» το 1940; Το δικό του «Όχι» γιορτάζουμε σήμερα; Η’ μήπως ισχύει εκείνο που έλεγε για τον Μεταξά ο κεντρώος πολιτικός, ο Καφαντάρης, ότι δηλαδή: «Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Έλληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ»; (1).
Όπως θα δούμε, το «Όχι» του Μεταξά δεν ήταν «Όχι» κατά του φασιστικού Άξονα. Δεν είχε φυσικά καμία σχέση με το «Όχι» του ελληνικού λαού. Το «όχι» του Μεταξά ήταν ένα τόσο δα … μικρούλι και ξέπνοο «όχι». Το λέμε εξαρχής και θα το εξηγήσουμε:
Σε εκείνες τις ιστορικές συνθήκες το «όχι» του Μεταξά ήταν το «Ναι» του φασιστικού καθεστώτος της μεταξικής δικτατορίας υπέρ της Αγγλίας και όχι υπέρ των ελευθεριών του ελληνικού λαού. Και τούτο για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι το ελληνικό κράτος, οι προύχοντες, οι κοτζαμπάσηδες του ελληνικού κράτους (και όχι φυσικά ο πένητας ελληνικός λαός) είχαν άρρηκτους δεσμούς διαπλοκής με το βρετανικό κεφάλαιο.
Δεύτερον, διότι σε κρίσιμες στιγμές (όπως ένας Παγκόσμιος Πόλεμος) οι επιλογές στρατοπέδου από τους «Μεταξάδες» δεν γίνονται με βάση την ιδεολογία τους. Οι «Μεταξάδες» επιλέγουν συμμάχους σύμφωνα με τα ταξικά συμφέροντα που αυτοί εκπροσωπούν. Και τα ταξικά συμφέροντα που εκπροσωπούσε ο Μεταξάς και το καθεστώς του, ήταν απολύτως εξαρτημένα και διασυνδεδεμένα με την Αγγλία. Γεγονός που δεν θα μπορούσε να παραβλέψει ο – και κατά τα άλλα – πολύ καλός φίλος του Γκαίμπελς, ο Μεταξάς.
Αυτός ήταν ο «πατριώτης» που είπε το «Όχι» κατά του ναζισμού και του φασισμού;
Για να αντιληφθεί κανείς τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα που παίζονταν στην Ελλάδα και το μέγεθος της οικονομικής επιρροής της Αγγλίας στη χώρα είναι ενδεικτικό το εξής στοιχείο:
Το εξωτερικό χρέος της χώρας το 1932 έφτανε τα 1,022 δισεκατομμύρια χρυσά φράγκα, ενώ το εσωτερικό χρέος ήταν 144 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Βασικοί δανειστές της χώρας και κάτοχοι των ελληνικών χρεογράφων ήταν ο οίκος «Hambro» του Λονδίνου, το συγκρότημα «Speyer and Co» της Ν. Υόρκης και η Εθνική Τράπεζα Αθηνών. Το 67,42% του εξωτερικού χρέους ήταν αγγλικά κεφάλαια, το 9,88% ήταν κεφάλαια των ΗΠΑ, το 7,52% ήταν γαλλικά κεφάλαια, το 5,40% σουηδικά, το 3,44% βελγικά. Μόλις το 1,7% ήταν γερμανικά και μόλις το 1,65% ήταν ιταλικά (2).
Επομένως, ήταν τέτοια η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία, που το μεταξικό καθεστώς δεν θα μπορούσε ποτέ να διανοηθεί να σταθεί απέναντί της. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που οι ίδιοι οι Άγγλοι αποτιμούσαν το (φασιστικό) καθεστώς Μεταξά, το οποίο με την εγκαθίδρυσή του όχι μόνο δεν περιόρισε, αλλά αντίθετα ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας με την Αγγλία. Ο υφυπουργός της Αγγλίας, Ρ. Βάνσιταρτ, έγραφε σε υπόμνημά του το Μάη του 1937 για τις ελληνοβρετανικές σχέσεις: «Βρήκαμε ότι το καθεστώς Μεταξά είναι πολύ πιο συνεννοήσιμο από πολλά από τα προϋπάρχοντα καθεστώτα» (3).
Όσο για τον Μεταξά, τον Μάη του 1940, λίγους μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου, έλεγε στην «Ντέιλι Τέλεγκραφ»: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτα δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» (4).
Την ίδια εποχή, στις 6/5/1940, παραμονές του πολέμου, επαναλάμβανε: «Είναι φυσικό, κράτη παραθαλάσσια σαν εμάς να είμεθα φιλικά με τους Άγγλους και κράτη μεσόγεια σαν τη Βουλγαρία, με τους Γερμανούς. Η διαφορά των πολιτευμάτων δεν παίζει ρόλο (…). Και η Ιταλία στο βάθος, τη φιλία προς την Αγγλία ζητά. Μόνο που αυτή ακολουθεί το δρόμο του μεγάλου, ενώ εμείς είμαστε μικροί» (5)
Αλλά ακόμα και πριν από την κήρυξη της δικτατορίας του, ο Μεταξάς ήταν σαφής: «Αν και είναι βεβαίως παράτολμον εις την πολιτική να δημιουργή κανείς δόγματα, η Ελλάς δύναται να θέση ως δόγμα πολιτικόν ότι εν ουδεμία περιπτώσει δύναται να ευρεθή εις στρατόπεδον αντίθετον εκείνου εις το οποίον θα ευρίσκετο η Αγγλία. Δυνάμεθα τούτο να το θεωρήσωμεν ως δόγμα. Εγώ τουλάχιστον το ασπάζομαι» (6).
Η΄μήπως το μεγαλείο της απόκρουσης του φασίστα εισβολέα τον Οκτώβρη του ’40 ανήκει στον Μεταξά; Ας δώσουμε το λόγο σε κάποιους υπεράνω υποψίας:
Ο αντιστράτηγος Δημ.Καθενιώτης (πρώην αρχηγός Γεν. Επιτελείου) ήταν που δήλωσε πως η ανδρεία και η αποφασιστικότητα του ελληνικού λαού διόρθωσαν τα σχέδια του Γεν.Επιτελείου του Μεταξά, τα οποία χαρακτήριζε μια «υπερσυντηρητική δειλία».
Ο αντιστράτηγος Ι.Κωτούλας ήταν που δήλωσε πως η δικτατορία του Μεταξά και ο βασιλιάς απέκλεισαν όλους τους δημοκρατικούς αξιωματικούς από το στρατό σε αυτή την εξαιρετική προσπάθεια και γι’ αυτό θα έπρεπε να δικασθούν από μια ειδική επιτροπή συμπληρώνοντας ότι «η νίκη οφείλεται κυρίως στο μαχόμενο λαό που πραγματικά απέκρουσε την επίθεση».
Ο αντιστράτηγος Σκανδάλης ήταν που δήλωσε ότι δεν λήφθηκαν τα κατάλληλα μέτρα από τη δικτατορία για την αντιμετώπιση της ιταλικής επιθέσεως. Ότι ο δικτάτορας είχε απλώς την πρόθεση να αντιτάξει μια ελαφρά αντίσταση και κατόπιν να συνθηκολογήσει με το πρόσχημα ότι ήταν αδύνατον να αντιμετωπισθούν τα γεγονότα. Ότι ήταν ο λαός που διέψευσε τις προθέσεις του και πως ο βασιλιάς κι ο Μεταξάς δεν δείχθηκαν αντάξιοι προς την πρωτοβουλία του λαού και το πατριωτικό του πνεύμα.
Ο αντιστράτηγος Εδιππίδης ήταν που είπε ότι το Γεν.Επιτελείο δεν εκμεταλλεύτηκε κατάλληλα τη νίκη του στρατού και πως το αλβανικό έπος οφείλεται αποκλειστικά στον υπέροχο ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών.
Ο υποστράτηγος Καλογεράς είναι που έγραψε πως η χώρα δεν προπαρασκευάσθηκε στρατιωτικά, ότι η δικτατορία ξόδεψε το χρήμα του λαού για τους σκοπούς της και ότι αν ο Μεταξάς ζούσε κατά τη γερμανική εισβολή θα συνθηκολογούσε όπως έκανε ο Τσολάκογλου.
Ο ναύαρχος Δεμέστιχας ήταν που είπε πως ο Μεταξάς επιθυμούσε να διευθύνει έναν πόλεμο που να δυναμώνει τη δικτατορία του και ότι η τιμή του «ΟΧΙ» στον φασίστα επιδρομέα ανήκει στο έθνος σαν ένα σύνολο.
Ο ναύαρχος Κολιαλέξης ήταν που είπε πως το καθεστώς Μεταξά και ο βασιλιάς πρόδωσαν τον αγώνα του λαού καθώς διέταξε αποστράτευση ενώ ο στρατός ακόμα πολεμούσε.
Και επειδή έτσι ήταν τα πράγματα, γι’ αυτό και το 1945, λίγο πριν η πλουτοκρατία και οι έξωθεν βαστάζοι της ξεκινήσουν το μεγάλο αιματοκύλισμα του εμφυλίου πολέμου, η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου στον επίσημό της εορτασμό συντελέστηκε υπό την απόλυτη απουσία του λαού. Οργανώσεις χιτών και βασιλοφρόνων, απ’ αυτούς που το μόνο που δεν είχαν κάνει ήταν να πολεμήσουν στο αλβανικό μέτωπο, παρέλασαν με σημαίες και συνθήματα κατά των βαλκανικών γειτόνων, μέσα στη γενική αδιαφορία του λαού. Πήραν μέρος επίσης η επίσημη κυβέρνηση κι οι πολιτικοί αρχηγοί της Δεξιάς και του Κέντρου. Την ίδια ώρα, και παρά την τρομοκρατία των χιτών και της αστυνομίας, χιλιάδες λαού πήραν μέρος στις συγκεντρώσεις του ΕΑΜ που οργανώθηκαν σε πολλές συνοικίες της Αθήνας.
Το «Όχι» λοιπόν του Μεταξά δεν είχε τίποτα το «πατριωτικό». Ήταν… «συμφεροντολογικό». Και μάλιστα υπό την πιο ιταμή εκδοχή του «συμφέροντος». Δηλαδή του συμφέροντος ενός ταξικού καθεστώτος που, παρά τη διαφορά των πολιτευμάτων, συνέχιζε αδιατάρακτα την πρόσδεση της Ελλάδας υπό το «αγγλικό δόγμα» και αντιμετώπιζε τη χώρα ως «ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης».
Ο Μεταξάς περιχαρής στο πλευρό του υπουργού προπαγάνδας του Χίτλερ, του Γκαίμπελς, κατά την επίσκεψη του τελευταίου στην Αθήνα, στις 21/9/1936…
Αυτή ήταν η σχέση του Μεταξά με τον «πατριωτισμό». Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά
για ένα καθεστώς που δολοφονούσε εργάτες, όπως δολοφόνησε ο Μεταξάς τους καπνεργάτες το ’36.
Για ένα καθεστώς που διέπραξε το αδιανόητο: Παρέδωσε στην Γκεστάπο (και μάλιστα μετά από το ιστορικό γράμμα του Ζαχαριάδη) τους πραγματικούς πατριώτες, τους Έλληνες δημοκράτες και κομμουνιστές πολιτικούς κρατούμενους, που ζητούσαν να πολεμήσουν τον εισβολέα.
Που διέδιδε τα «φώτα του ελληνικού πολιτισμού» μέσω των πρακτικών του Έλληνα «Μέγκελε», του αρχιδολοφόνου (και κατοπινού βουλευτή της ΕΡΕ) Μανιαδάκη, δεξί χέρι του Μεταξά, που πολλές από τις μεθόδους του στα μπουντρούμια της Ασφάλειας εφαρμόστηκαν στα χιτλερικά στρατόπεδα και στα μπουντρούμια των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής.
Δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό ένα καθεστώς, μέσω του οποίου, όπως ο ίδιος ο Μεταξάς έλεγε: «Η Ελλάδα έγινε ένα Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό…».
Ένα καθεστώς που μετά τη στάση πληρωμών του 1932, κι ενώ η Ελλάδα πλήρωνε μετά από συμφωνίες με τους δανειστές το 30% των τόκων που χρωστούσε, εκείνο – το καθεστώς Μεταξά – εξασφάλισε σε τοκογλύφους και κερδοσκόπους αποπληρωμές που έφτασαν μέχρι και το 43%.
Δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με τον πατριωτισμό ένα καθεστώς που περιγράφεται ως εξής:
«Τα βασανιστήρια που εφάρμοσαν οι χαφιέδες της δικτατορίας (σ.σ.: του Μεταξά) εναντίον των αντιπάλων του καθεστώτος, των κομμουνιστών, σοσιαλιστών, δημοκρατικών, εναντίον των πρωτοπόρων εργατών, φοιτητών, αγροτών και διανοουμένων είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν. Το ρετσινόλαδο και ο πάγος ήταν από τις κυριότερες μεθόδους βασανισμού για την απόσπαση «ομολογιών» και «δηλώσεως μετανοίας». Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου εφαρμοζόταν περίπου με τον παρακάτω τρόπο: Στο τραπέζι του ανακριτή – βασανιστή υπήρχαν τρία ποτήρια, το ένα με 30 δράμια, το άλλο με 75 και το τρίτο με 100 δράμια ρετσινόλαδο. Αν ο ανακρινόμενος δεν ομολογούσε ή δεν υπέγραφε του έδιναν να πιει το πρώτο ποτήρι. Στην περίπτωση που αρνιόταν και έφερνε αντίσταση άρχιζαν το άγριο ξυλοκόπημα, τη φάλαγγα ή χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους βασανισμού. Ύστερα από μισή ώρα, εφόσον ο αρχιβασανιστής – ανακριτής το έκρινε σκόπιμο, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο ανάκρισης και ο κρατούμενος έπινε το δεύτερο ποτήρι των 75 δραμιών. Αν η αντίσταση του κρατουμένου ήταν μεγάλη, ύστερα από ένα τετράωρο γινόταν και η τρίτη «ανάκρισις» και τον υποχρέωναν να πιει ένα ποτήρι των 100 δραμιών. Σ’ αυτό το διάστημα και αρκετές ώρες ύστερα από την επενέργεια του καθαρτικού, ο κρατούμενος ήταν κλεισμένος στο κελί του και δεν του επέτρεπαν να πάει στο αποχωρητήριο αποτέλεσμα ήταν ότι ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος και το κελί, στο οποίο τον άφηναν κλεισμένο τέσσερις, πέντε και περισσότερες μέρες, αληθινός υπόνομος. Το δεύτερο βασανιστήριο ήταν η στήλη πάγου. Ανέβαζαν τον κρατούμενο στην ταράτσα της Ασφάλειας και τον υποχρέωναν να καθίσει γυμνός πάνω σε μια στήλη πάγου. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με του ρετσινόλαδου. Ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος. Πολλές φορές οι βασανιστές τον υποχρέωναν να κάθεται τόση πολλή ώρα πάνω στον πάγο, ώστε ορισμένοι κρατούμενοι πάθαιναν κρυοπαγήματα (…). Άλλο βασανιστήριο ήταν το τράβηγμα των νυχιών με τσιμπίδες. Σε άλλους έβαζαν σπίρτα στα νύχια και τα άναβαν ή τους έκαιγαν το κορμί με τσιγάρο. Άλλους τους χτυπούσαν με σακουλάκια άμμο στα πόδια. Το ξύλο και τα βασανιστήρια γίνονταν συνήθως στην ταράτσα της Γενικής ή Ειδικής Ασφάλειας για να μην ακούγονται οι φωνές του κρατουμένου (…). Οι βασανιστές του Κ. Μανιαδάκη χρησιμοποιούσαν και πολλά άλλα μέσα για να αποσπάσουν «ομολογίες» ή «δηλώσεις» και να υποτάξουν τους δημοκράτες στο φασιστικό καθεστώς. Μια μεσαιωνική μέθοδος βασανισμού που χρησιμοποιούσαν ήταν το σιδερένιο στεφάνι. Το περνούσαν στο κεφάλι του κρατουμένου και το έσφιγγαν σιγά σιγά όσο προχωρούσε η ανάκριση. Άλλο μέσο ήταν η περίφημη «πιπεριά» που προκαλούσε φοβερό άγχος στον κρατούμενο και η «γάτα» που καταξέσκιζε τις σάρκες. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος ήταν η «φάλαγγα». Αφού επί ώρες έδερναν οι βασανιστές τον κρατούμενο στα πέλματα με δεμένα πόδια σ’ ένα κρεβάτι ή μια καρέκλα, ύστερα τον υποχρέωναν να τρέχει ξυπόλυτος στην ταράτσα της Ασφάλειας. Η ίδια ομάδα βασανιστών στην Ασφάλεια χρησιμοποιούσε και μια ακόμα βάρβαρη μέθοδο: Αφού έκανε ράκος τον κρατούμενο από το ξύλο, τον περιέλουζε κατόπιν με κουβάδες βρώμικο νερό (…). Υπολογίζεται ότι εκτός από τους δεκάδες αγωνιστές που πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες και τις εκατοντάδες που παραδόθηκαν από το ξενοκίνητο καθεστώς της 4ης Αυγούστου στους Γερμανοϊταλούς κατακτητές και εκτελέστηκαν,12 τουλάχιστον δολοφονήθηκαν στην περίοδο της 4ης Αυγούστου κατά τον ίδιο τρόπο στα διάφορα φασιστικά κάτεργα. Γενική αρχή του καθεστώτος ήταν «σακατεύετε, αλλά μη σκοτώνετε». Οι αφηνιασμένοι βασανιστές δεν μπορούσαν πάντα να συγκρατήσουν το «ζήλο» τους σε ορισμένα όρια. Έπειτα, πολλές δολοφονίες έγιναν προμελετημένα, γιατί το καθεστώς ήθελε να «ξεπαστρέψει» και μερικούς για να φοβηθούν και να «σπάζουν» ευκολότερα οι άλλοι. Σε πολλές δεκάδες φτάνουν οι πολίτες που τρελάθηκαν, έγιναν φυματικοί ή ανάπηροι ή υπέφεραν για πολλά χρόνια ύστερα από τα βασανιστήρια (…)» (7).
Από τις τάξεις αυτού, του φασιστικού και δολοφονικού μεταξικού καθεστώτος, από τις τάξεις εκείνων που διόρισαν πρωθυπουργό τον Μεταξά το 1936, τους απόντες από το μεγαλειώδες «Όχι» του ελληνικού λαού στα βουνά, στις πόλεις και στα χωριά, βγήκαν οι δοσίλογοι, οι γερμανοτσολιάδες και οι ταγματασφαλίτες. Αυτοί που όταν ο ελληνικός λαός πολεμούσε και απελευθέρωνε τη χώρα από τους κατακτητές, εκείνοι έδιναν τον παρακάτω όρκο:
«Ορκίζομαι εις τον Θεόν τον άγιον τούτον όρκον, ότι θα υπακούω απολύτως ΕΙΣ ΤΑΣ ΔΙΑΤΑΓΑΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΑΔΟΛΦΟΥ ΧΙΤΛΕΡ. Θα εκτελώ πιστώς απάσας τας ανατεθεισομένας μοι υπηρεσίας και θα υπακούω άνευ όρων εις τας διαταγάς των ανωτέρων μου. Γνωρίζω καλώς, ότι διά μίαν αντίρρησιν εναντίον των υποχρεώσεών μου, τας οποίας διά του παρόντος αναλαμβάνω, θέλω τιμωρηθή ΠΑΡΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΝΟΜΩΝ».
(Ο Όρκος των Ταγμάτων Ασφαλείας)…
«Με αρχηγούς Σαμαρινιώτη, τον Σαράφη και τον Άρη, ξεψυχάει ο αγκυλωτός του φασισμού…».
Αντίθετα, οι πραγματικοί πατριώτες, αυτοί που μαζί με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού έδωσαν τον αγώνα για το ψωμί, την τιμή και τη λευτεριά του λαού, ήταν οι άλλοι. Και οι όρκοι τους ήταν αυτοί:
«Εγώ, παιδί του Ελληνικού Λαού, ορκίζομαι ν’ αγωνιστώ πιστά στις τάξεις του ΕΛΑΣ για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα, να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιός του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά και την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστής του Έθνους και του λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω εάν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δεν γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο του».
(Ο Όρκος της πρώτης αντάρτικης ομάδας του ΕΛΑΣ στη Ρούμελη που έγραψε ο Άρης Βελουχιώτης και δόθηκε το 1942 στη Γραμμένη Οξιά).
«Ορκίζομαι στον Ελληνικό Λαό και τη συνείδησή μου, ότι θ’ αγωνισθώ έως την τελευταία σταγόνα του αίματός μου για την πλήρη απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό. Ότι θα αγωνιστώ για την περιφρούρηση των συμφερόντων του Ελληνικού Λαού και την αποκατάσταση και κατοχύρωση των ελευθεριών και όλων των κυριαρχικών δικαιωμάτων του. Για τον σκοπό αυτό θα εκτελώ ευσυνείδητα και πειθαρχικά τις εντολές και οδηγίες των ανωτέρων μου οργάνων και θ’ αποφεύγω κάθε πράξη που θα με ατιμάζη σαν άτομο και σαν αγωνιστή του Εργαζόμενου Ελληνικού Λαού».
(Ο Όρκος του Ελασσίτη, όπως δημοσιεύτηκε στον «Απελευθερωτή», όργανο της ΚΕ του ΕΛΑΣ, Αθήνα 27 Απριλίου 1943)
Αυτοί ήταν οι πατριώτες που είπαν το «Όχι» μαζί με λαό. Αυτοί, οι κυνηγημένοι από το καθεστώς Μεταξά πριν τον πόλεμο, οι κυνηγημένοι ΕΑΜίτες από το μετά Βάρκιζα τρομοκρατικό όργιο και από το μετεμφυλιακό καθεστώς. Αυτοί ήταν που όταν χρειάστηκε έδειξαν το πώς οι πατριώτες αγαπούν την Ελλάδα. Όπως ακριβώς το είχε πει ο Μπελογιάννης στους στρατοδίκες του:
«Με την καρδιά τους και με το αίμα τους».
Αυτοί πολέμησαν τον κατακτητή. Αυτοί πολέμησαν τον φασίστα. Αντίθετα κάποιοι άλλοι επιδίδονταν στην προπαγάνδα της υποταγής. Το μήνυμα του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου προς τον λαό ήταν να… κάτσει ήσυχος.
Στις 29 Απρίλη 1941, δύο μέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας από τους ναζί η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ», έγραφε στο κύριο θέμα της :
«Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Έτσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο – και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ’ ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης (…). Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας. Τα λέγομεν διά να τονίσωμεν τη βασικήν κατά τη γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων. Αυτή η ηπειρωτική σύλληψις της υποστάσεώς μας πρέπει να αποτελέση το πλαίσιον μέσα εις το οποίον θα κινηθούμε. Η τύχη μας είναι εφεξής αρρήκτως συνδεδεμένη προς την τύχη της γηραιάς Ηπείρου της οποίας αποτελούμεν τη νοτιοανατολικήν εσχατιάν».
Αντίστοιχο και το μήνυμα της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:
«Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος. Η θέλησις των Ελλήνων, όπως εντός του ειρηνικού πλαισίου, το οποίο εξασφαλίζει εις αυτούς ο τερματισμός του πολέμου, αναπτύξουν όλας των τας ικανότητας και όλας των τας πρωτοβουλίας, θα δώση ασφαλώς αφορμήν διά να εκδηλωθούν όλαι εκείναι αι κεκρυμμέναι αρεταί της φυλής μας, αι οποίαι είτε εξ αδιαφορίας, είτε εξ αισθημάτων ηλαττωμένης αλληλεγγύης δεν είχον ανέλθει εις την επιφάνειαν τους τελευταίους καιρούς. Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν -περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».
Κόντρα στα κηρύγματα της υποταγής, στην προπαγάνδα της συνθηκολόγησης που διατεινόταν ότι η κατοχή σήμαινε το… τέλος του πολέμου και ότι οι Γερμανοί κατακτητές εμφορούντο από «τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού», ο λαός μας ακολούθησε τον άλλο δρόμο.
Ο λαός ακολούθησε το δικό του μεγαλειώδη δρόμο, τον αγώνα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, όπως τον είχε περιγράψει ήδη από την έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου – μέσα από τα μπουντρούμια της Ασφάλειας – ο Νίκος Ζαχαριάδης στο ιστορικό του πρώτο γράμμα της 31 Οκτώβρη 1940:
«Προς το λαό της Ελλάδας
Ο φασισμός του Μουσσολίνι χτύπησε την Ελλάδα πισώπλατα, δολοφονικά και ξετσίπωτα με σκοπό να την υποδουλώσει και εξανδραποδίσει. Σήμερα όλοι οι έλληνες παλαίβουμε για τη λευτεριά, την τιμή, την εθνική μας ανεξαρτησία. Η πάλη θα είναι πολύ δύσκολη και πολύ σκληρή. Μα ένα έθνος που θέλει να ζήσει πρέπει να παλεύει, αψηφώντας τους κινδύνους και τις θυσίες. Ο λαός της Ελλάδας διεξάγει σήμερα έναν πόλεμο εθνικοαπελευθερωτικό, ενάντια στο φασισμό του Μουσσολίνι. Δίπλα στο κύριο μέτωπο και Ο ΚΑΘΕ ΒΡΑΧΟΣ, Η ΚΑΘΕ ΡΕΜΑΤΙΑ, ΤΟ ΚΑΘΕ ΧΩΡΙΟ, ΚΑΛΥΒΑ ΜΕ ΚΑΛΥΒΑ, Η ΚΑΘΕ ΠΟΛΗ, ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΣΠΙΤΙ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ.
Κάθε πράκτορας του φασισμού πρέπει να εξοντωθεί αλύπητα (…)»
Και το γράμμα του Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ κατέληγε:
«Έπαθλο για τον εργαζόμενο λαό και επιστέγασμα για το σημερινό του αγώνα, πρέπει να είναι και θα είναι, μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, μ’ ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό.
Όλοι στον αγώνα, ο καθένας στη θέση του και η νίκη θάναι νίκη της Ελλάδας και του λαού της. Οι εργαζόμενοι όλου του κόσμου στέκουν στο πλευρό μας» (8).
Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη» στις 28 Οκτώβρη 1945.
Ο λαός μας, με πρωτοπόρο τον ανθό του, αρνούμενος την υποταγή στον εισβολέα τον Οκτώβρη του ‘40, αρνούμενος την καταχνιά της κατοχής που πλάκωσε τη χώρα τον Απρίλη του ’41, πιάνοντας το νήμα του ‘21, απειθαρχώντας στα κελεύσματα της συνθηκολόγησης, παλεύοντας κόντρα στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση και διεκδικώντας για έπαθλο την λύτρωση από κάθε εκμετάλλευση, χωρίς να διαπραγματευτεί τίποτα από την τιμή και την Ιστορία του, τράβηξε το δρόμο του μεγαλείου και της θυσίας, όπως ακριβώς περιγραφόταν, αργότερα, σε εκείνο το πανό του ΕΑΜ:
«Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα»
***
(1) Φοίβου Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909 – 1940», εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 344
(2) «Ιστορία Ελληνικού Εθνους», «Εκδοτική Αθηνών» τόμος ΙΕ, σελ. 335-338
(3) Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «ΔΙΟΓΕΝΗΣ», σελ 25
(4) «Τα Μυστικά Αρχεία του Φόρεϊν Οφφις», ΒΙΠΕΡ, εκδόσεις «ΠΑΠΥΡΟΣ», σελ. 76
(5) Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», εκδόσεις «Γκοβόστης», τόμος Δ’, σελ. 467
(6) Ιωάννου Μεταξά: «Ημερολόγιο», τόμος Δ’, σελ. 77.
(7) Σπύρου Λιναρδάτου, «Η 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Θεμέλιο»
(8) «Το ΚΚΕ- Επίσημα Κείμενα», εκδόσεις Σ.Ε., τόμος 5ος, σελ. 9- 10 και Νίκος Ζαχαριάδης: «Ιστορικά Διλήμματα- Ιστορικές Απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα 1940- 1945», εκδόσεις Καστανιώτη, Πετρόπουλος – Χατζηδημητράκος, Αθήνα 2011, σελ. 31.