ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΕΞΗΝΤΑ
του ΚΩΣΤΑ ΚΑΤΣΑΠΗ
Προλογικό σημείωμα Βασίλης Βασιλικός
Εκδόσεις Οκτώ
σελ. 242
Πρώτη έκδοση Δεκέμβριος 2019
«Μια πλημμυρίδα νοσταλγίας για το εξήντα έχει κατακλύσει το διαδίκτυο, ιδίως στα χρόνια που ακολούθησαν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι ωστόσο η πρώτη φορά που το εξήντα έχει αναδειχθεί σε προνομιακό «λούνα παρκ» της συλλογικής μας μνήμης. Ήδη από τα τέλη του εβδομήντα, τα σίξτις έχουν αποδειχθεί ως μια «χρυσή εποχή», στη διάρκεια της οποίας η άνθηση του πολιτισμού βάδισε παράλληλα με την ανάδυση μυθικών συλλογικοτήτων και πολιτικών διεκδικήσεων. Όπως συμβαίνει συνήθως, αυτή η ανάγνωση του παρελθόντος βιώνεται ως μια «Άνοιξη», που σχεδόν ήταν μοιραίο να καταστεί «Χαμένη». Απέναντι στην επιλεκτική ανάγνωση του παρελθόντος, η παρούσα μελέτη ανοίγει ένα παράθυρο στην κοινωνική οδύνη, η οποία στην διάρκεια του εξήντα υπήρξε ο κανόνας για διευρυμένα στρώματα του πληθυσμού, ιδίως στις ζόρικες συνοικίες της φτώχειας και της ανέχειας. Με σημείο εκκίνησης τα μονόστηλα του Τύπου και τα αστυνομικά δελτία από έξι αθηναϊκές συνοικίες και προάστια, παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου αυτόχειρες, παιδεραστές, κομπιναδόροι, μοιχοί και λοιποί «Καταραμένοι», σε μια στιγμή πραγματικά ιστορική, οπότε και κορυφώνεται ο Ανένδοτος την επαύριο της δολοφονίας του Λαμπράκη». Απόσπασμα από το εξώφυλλο της έκδοσης.
«Το πήρα απόφαση, λοιπόν, να πω την ιστορία σου. Να μιλήσω για τους «αόρατους» ανθρώπους. Αυτούς που έχαναν το μάτι τους από μια απλή παιδική αρρώστια, που βύζαιναν παιδιά για μεροκάματο, που ντύνονταν με ρούχα της ελεημοσύνης. «Μου ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα». Και μνήμες. Για την αδελφή σου την Αφροδίτη που κρεμάστηκε μέσα στο σπίτι, όταν έμαθε ότι έχει καρκίνο, για τον παππού που χάρασσε το καρβέλι, ώστε να μην φάει κανείς μια μπουκιά περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Θα προσπαθήσω να πω την ιστορία σου, με τα δικά μου λόγια όμως. Με κεφαλαία και υποσημειώσεις. Παραπομπές και φιλολογική επιμέλεια. Χωρίς συναισθηματικές φορτίσεις. Χωρίς συναίσθημα. Άγευστα. Συγχώρα με, γιαγιά. Πρέπει κι εγώ να επιβιώσω, ίσως κάποια στιγμή το έργο μου «κριθεί», εσύ που πείνασες θα καταλάβεις». Αθήνα καλοκαίρι, 2019, Προϊδέαση εκ μέρους του συγγραφέα.
Ο Κώστας Κατσάπης «σκάβει» στα αρχεία της τότε Νομαρχίας, στα δελτία συμβάντων αστυνομικών τμημάτων, και στις εφημερίδες της εποχής για να επιχειρήσει να ψηλαφίσει, όπως λέει, ακριβώς αυτές τις ψηφίδες, που ως «αρχαιολογία της μνήμης» βρίσκουμε στα «βαθύτατα στρώματα αυτού που πέρα από ωραιοποιήσεις και γενικεύσεις υπήρξε το εξήντα». «Ασήμαντα» αλλά και πιο «σοβαρά συμβάντα», που δίδουν την εντύπωση ότι ανασύρονται από εκείνη την «γκρίζα ζώνη» της χαρακτηρισμένης λαμπερής και κατ’ άλλα και ένδοξης δεκαετίας του ’60: αυτοκτονίες, κλοπές, βιτριολικές επιθέσεις, εγκλήματα πάθους, το κυνήγι της μοιχείας, περιστατικά παιδεραστίας, αλλά και τα «πάθη της πολιτικής μετάβασης».
Ο συγγραφέας, όπως ξεκαθαρίζει, δεν στοχεύει να συνθέσει μια συνολική ιστορία του εξήντα, ούτε όμως και στην απομάγευση αυτής της δεκαετίας, αλλά επιχειρεί να ανασυνθέσει την ιστορία του ’60 ρίχνοντας, όπως τονίζει χαρακτηριστικά τον προβολέα στις κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες, «οι οποίες αποτελούν τρόπον τινά, τα «μπετά» πάνω στα οποία χτίζεται η γοητευτική ιστορία του εξήντα με τις αντιφάσεις και τα παράδοξά της, τις φωτεινές και τις σκοτεινές στιγμές της».
Νοσταλγία. Περικλείει τον πόνο (άλγος) και αυτό που τον προκαλεί (νόστος), λέξη που, όπως μας θυμίζει ο συγγραφέας μάς δίδαξε ο Όμηρος με την Οδύσσεια του και αφορά την επιστροφή στην πατρίδα, ή την επιστροφή σ’ ένα παρελθόν, που τώρα αποτελεί μια «ξένη χώρα»…
Μπορεί, λοιπόν, η νοσταλγία πολλές φορές να αποτελεί μια κατασκευή, μια φενάκη. Όμως, ακόμα και μια «κατασκευή» φτιάχνεται με «υλικά», που υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο, «από σπαράγματα δηλαδή του παρελθόντος τα οποία επιλέγονται σε μια δεδομένη συνθήκη και «διαβάζονται» εξυπηρετώντας προτεραιότητες που η ίδια εποχή προκρίνει ως σημαντικές».
Μπορεί η νοσταλγία ή τουλάχιστον σημαντικές της όψεις να εκφράζουν μια «συντηρητική» στροφή, να οδηγούν σε αναχρονισμούς αλλά και άρνηση της «προόδου» ή σε «νεορομαντικές αναβιώσεις. Μπορεί η νοσταλγία να αναδεικνύει τις απαιτήσεις για μεγαλύτερη «ασφάλεια», να θρηνεί ακόμη για τις βολικές εκείνες ιεραρχίες που «χάθηκαν» (λες και δεν αντικαταστάθηκαν από καταλληλότερες για την εξουσία και μάλιστα προοδευτικότατες), όμως ο συγγραφέας δεν την στοχοποιεί, δεν την χλευάζει, δεν την καταδικάζει, δεν επιθυμεί την «αναδόμησή» της θεωρώντας την ως την κακή εκδοχή της ιστορίας, ούτε την θεωρεί επιδερμική και ανάξια προσοχής. Ο Κατσάπης επιχειρεί να κατανοήσει φωτίζοντας τις «παραμελημένες σελίδες» του εξήντα που θάφτηκαν από κάθε είδους εξωραϊσμούς, αλλά και το δέος μπροστά στον ριζοσπαστισμό της εποχής που ερχόταν ως απάντηση στο ζόφο της ευρύτερης περιόδου που σηματοδότησε η δεύτερη μεγάλη ανθρωποσφαγή που ονομάστηκε δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Ο ριζοσπαστισμός αυτός εκφράστηκε παγκόσμια μέσα από την μουσική, τον κινηματογράφο, τις νεολαιίστικες εξεγέρσεις, τους απείθαρχους νέους, που όπως και τώρα στοχοποιούνταν (τέντυ μπόυδες, τόποι συνάθροισης, μπιλιαρδάδικα κ.λπ.), τα αντιπολεμικά ή αντιρατσιστικά κινήματα, τα κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή μέσω της δράσης των φεμινιστικών οργανώσεων.
Ο Κατσάπης, όμως, όπως είπαμε, «σκάβει» βαθύτερα σ’ εκείνη την εποχή μακριά από τα «κυριότερα γεγονότα» αναποδογυρίζοντας τα στρώματα. Και ίσως να έχει δίκιο. Ίσως έτσι οι φωτεινές πλευρές να γίνονται φωτεινότερες…
Την έκδοση προλογίζει ο Βασίλης Βασιλικός για να ακολουθήσει η Εισαγωγή με τον τίτλο «Το εξήντα ως «τόπος» νοσταλγίας».
Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Το τελευταίο βράδυ μου» (αυτοκτονίες, αυτόχειρες) ακολουθεί το «Εσύ ’σαι η αιτία που υποφέρω (πάθος το ανεξέλεγκτο), και έπονται το «Γεια σου, τσολιά μου!» (παιδεραστές και λοιποί «ανώμαλοι τύποι), το «Θα κάνω ντου, βρε πονηρή» (μοιχεία, σεπαρέ, «παράνομοι έρωτες»), το «Δεν κλαίω που φεύγεις» (τα πάθη της πολιτικής μετάβασης) και τέλος ο Επίλογος (Οι τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα).
Συσπείρωση Αναρχικών
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com