“Πεδίο μάχης” όλος ο πλανήτης – 56 ενεργές συγκρούσεις, οι περισσότερες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Αποκαλυπτικό δημοσίευμα του «Ριζοσπάστη»
Την ένταση της πολεμικής προετοιμασίας παγκοσμίως και την αύξηση των συγκρούσεων, ως αποτέλεσμα της κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, επιβεβαιώνει μια ακόμα διεθνής έρευνα και συγκεκριμένα η 18η έκδοση του Παγκόσμιου Δείκτη Ειρήνης «Global Peace Index» (GPI) από τη διεθνή «δεξαμενή σκέψης» «Institute for Economics & Peace» (IEP) (Ινστιτούτο για την Οικονομία και την Ειρήνη).
Η έρευνα χρησιμοποιεί ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες από κρατικές και άλλες πηγές για να μετρήσει το επίπεδο των διεθνών στρατιωτικών εντάσεων.
Τα συμπεράσματα είναι αποκαλυπτικά για το «σημείο βρασμού» που έχουν φτάσει οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις παγκόσμια, στο φόντο της κλιμακούμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Ορισμένα χαρακτηριστικά ευρήματα παρουσιάζει ο «Ριζοσπάστης».
Πολεμικός «πυρετός» με 56 ενεργές συγκρούσεις
Με βάση τη μελέτη, «ο κόσμος έγινε λιγότερο ειρηνικός τα τελευταία 16 χρόνια» (από το 2008 που διεξάγεται η έρευνα), καθώς αυτήν τη στιγμή «υπάρχουν 56 ενεργές διαμάχες, οι περισσότερες από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου».
Σε αυτές τις διαμάχες εμπλέκονται συνολικά 92 χώρες, καθώς ενισχύονται τα διεθνή χαρακτηριστικά των περιφερειακών συγκρούσεων, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των ανταγωνισμών ανάμεσα στο «παγκόσμιο ΝΑΤΟ» – δηλαδή το ευρωατλαντικό στρατόπεδο – και το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο, η πολεμική προετοιμασία αποτυπώνεται και στην άνοδο των εξοπλισμών σε 108 χώρες το 2024.«(…) Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων αυξάνει σοβαρά την πιθανότητα μιας ακόμη μεγαλύτερης σύγκρουσης», υπογραμμίζει το ΙΕP. Σε 86 χώρες, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ, με «πρωταγωνιστές» την Ουκρανία, το Μιανμάρ και τη Βόρεια Μακεδονία.
Η μελέτη διαπιστώνει ότι η «παγκόσμια ειρήνη» επιδεινώθηκε κι άλλο φέτος. Οι περιφερειακές συγκρούσεις προκάλεσαν ρεκόρ θανάτων το 2022, τους περισσότερους την τελευταία εικοσαετία, με κυριότερη τη σύγκρουση ΝΑΤΟ – Ρωσίας στην Ουκρανία, όπου σκοτώνονται 2.000 άνθρωποι σχεδόν κάθε μήνα τα τελευταία δύο χρόνια.
Τόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία, όσο και αυτός στη Γάζα, με τους 40.000 νεκρούς Παλαιστίνιους και τους εκατοντάδες χιλιάδες που το Ισραήλ καταδικάζει σε αργό θάνατο, χαρακτηρίζονται στη μελέτη «forever wars» («παντοτινοί πόλεμοι»), με βασικά χαρακτηριστικά την «παρατεταμένη βία (…)που επιδεινώνεται από την εξωτερική στρατιωτική υποστήριξη, τον ασύμμετρο πόλεμο και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς».
Η έρευνα σημειώνει ότι «ο πόλεμος στον 21ο αιώνα αλλάζει για δύο λόγους: Την εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας και την αύξηση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού».
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, αναφέρει πως «μη κρατικές ομάδες πλέον μπορούν να εμπλέκονται ακόμη πιο αποτελεσματικά με μεγαλύτερα κράτη χρησιμοποιώντας τεχνολογίες, όπως drones και εκρηκτικούς μηχανισμούς, με τη χρήση τους να έχει εκτιναχθεί πάνω από 1.400% από το 2018».
Ενώ για την αύξηση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών, σημειώνεται ότι η μετάβαση από έναν «μονοπολικό» κόσμο, που χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία των ΗΠΑ, σε έναν «πολυπολικό», διατρέχεται από ένταση του ανταγωνισμού και παρατεταμένες συγκρούσεις. Με αυτόν τον «κομψό» τρόπο περιγράφει την ένταση του ανταγωνισμού και την αμφισβήτηση της αμερικανικής παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας.
Όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθούν οι παλιοί συμβιβασμοί
Με βάση άλλα στοιχεία της έρευνας, οι θάνατοι από πολεμικές συγκρούσεις έχουν αυξηθεί κατά 482% τα τελευταία 15 χρόνια. Οι θάνατοι στις μάχες έφτασαν σε υψηλό τριακονταετίας το 2022.
Αποκαλυπτικό της τάσης αλλαγής του παγκόσμιου συσχετισμού είναι και το εξής στοιχείο: Ο αριθμός των συγκρούσεων που καταλήγουν σε αποφασιστική νίκη για οποιαδήποτε πλευρά, έχει μειωθεί από το 49% τη δεκαετία του 1970 σε λιγότερο από 9% τη δεκαετία του 2010, που σημαίνει ότι περισσότερες και ισχυρότερες δυνάμεις συγκρούονται στρατιωτικά και «επί του πεδίου», ενταγμένες στα αντίπαλα στρατόπεδα.
Αποδεικτικό της έντασης των ανταγωνισμών, άρα και της δυσκολίας να διατηρηθούν παλιότεροι εύθραυστοι συμβιβασμοί ή να γίνουν νέοι, είναι και το εξής στοιχείο της έρευνας: Ο αριθμός των συγκρούσεων που τελειώνουν μέσω μιας ειρηνευτικής συμφωνίας έχει μειωθεί στο 4% τη δεκαετία του 2010, από 23% τη δεκαετία του 1970. Ετσι, όλο και πιο συχνά η ιμπεριαλιστική «ειρήνη» δίνει τη θέση της στην ιμπεριαλιστική στρατιωτική σύγκρουση.
(αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου» 17-18 Αυγούστου)
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr